Με βάση το «συμβόλαιο» της μεταμνημονιακής εποπτείας, η Ελλάδα θα πρέπει να συντάξει προϋπολογισμό για το 2022 ο οποίος θα εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5%. Κάτι τέτοιο, αν γινόταν πράξη, θα σήμαινε ότι η χώρα θα έπρεπε να κάνει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή μέσα σε μόλις έναν χρόνο.
Όμοιά της δεν θα είχε υπάρξει ούτε μέσα στην μνημονιακή περίοδο κατά την οποία οι περικοπές μισθών και συντάξεων έπεφταν βροχή. Δεδομένου ότι η φετινή χρονιά αναμένεται να κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 8% του ΑΕΠ - δηλαδή ένα ποσό που θα κινηθεί στην περιοχή των 13-14 δις. ευρώ - το να αξιώσει κανείς από την Ελλάδα να εμφανίσει το 2022 πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δημοσιονομική προσαρμογή ακόμη και… 18-20 δισ. ευρώ μέσα σε μόλις έναν χρόνο.
Αδύνατο και ταυτόχρονα αδιανόητο για μια χώρα που προσπαθεί να βγει από μια 10ετή πρωτοφανή κρίση και ύφεση. Πώς θα αποφευχθεί το αδύνατο και αδιανόητο; Η μάχη για την διασφάλιση της «ρήτρας αποφυγής» που θα επιτρέψει να υπάρξει δημοσιονομική χαλάρωση και το 2022 έχει ήδη ξεκινήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στην μνημονιακή περίοδο, αυτή τη φορά η Ελλάδα δεν είναι μόνη της. Μπορεί οι υπόλοιπες χώρες να μην έχουν μεταμνημονιακή εποπτεία, έχουν όμως δημοσιονομικούς κανόνες η τήρηση των οποίων θα είναι εξαιρετικά δύσκολη το 2022 και γι’ αυτές.
Αν κάποιος λοιπόν θα ήθελε να βάλει ένα στοίχημα, αυτό θα ήταν ότι και το 2022 δεν θα εφαρμοστεί κατά γράμμα τα όσα προβλέπει η μεταμνημονιακή εποπτεία για την Ελλάδα.
Υποχρέωση για στόχο 3,5% του ΑΕΠ σε επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος δεν θα έχουμε. Το θέμα είναι αν θα υπάρχει στόχος και ποιος θα είναι αυτός. Αυτή η «μάχη» έχει ήδη ξεκινήσει αλλά δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί πριν από το καλοκαίρι. Οι Ευρωπαϊοι θα περιμένουν να μπει σε απόλυτο έλεγχο η πανδημία πριν προχωρήσουν σε αυτή τη συζήτηση.
Το ότι θα ζητηθεί από όλες τις χώρες της ΕΕ - μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας - να προχωρήσει σε δημοσιονομική προσαρμογή, είναι βέβαιο. Το ποια θα είναι η έκταση αυτής της προσαρμογής είναι το ζητούμενο.
Η λέξη «προσαρμογή» φοβίζει στην Ελλάδα καθώς παραπέμπει σε εφαρμογή σκληρών μέτρων. Αυτή τη φορά όμως, φαίνεται ότι οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Ακόμη και αν φέτος το έλλειμμα εκτοξευτεί στα 14 δις. ευρώ, αυτό θα οφείλεται σε δύο λόγους:
1. Στην μειωμένη οικονομική δραστηριότητα λόγω lockdown που θα χτυπήσει τα φορολογικά έσοδα, κυρίως από τους έμμεσους φόρους και
2. Στην δημοσιονομική επίπτωση από την εφαρμογή των μέτρων στήριξης τα περισσότερα εκ των οποίων θα έχουν εφάπαξ χαρακτήρα.
Αν «αφαιρεθούν» τα μέτρα στήριξης –τα οποία φέτος αναμένεται ότι θα φτάσουν τελικώς στα 10-11 δις. ευρώ (τουλάχιστον τα περισσότερα από αυτά καθώς ο πρωθυπουργός θέλει να μονιμοποιηθούν οι μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης) η δημοσιονομική τρύπα θα κλείσει σε μεγάλο βαθμό.
Επίσης, αν ληφθεί υπόψη ότι το 2022 θα υπάρξει μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα - στην Ευρώπη εκτιμούν ότι προς το τέλος του 2022 θα καταφέρουμε να πιάσουμε τα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας του 2019 - τότε είναι λογικό ότι θα ακολουθήσουν αυξητική πορεία και τα φορολογικά έσοδα.
Για το 2022, η κυβέρνηση θα κρατάει ένα ακόμη χαρτί και αυτό θα είναι οι πόροι του ταμείου Ανάκαμψης οι οποίοι θα παράξουν ΑΕΠ και κατά συνέπεια πρόσθετα φορολογικά έσοδα. Τι θα γίνει αν διασφαλιστούν δημοσιονομικά περιθώρια; Η κυβέρνηση θα τα χρησιμοποιήσει για να προχωρήσει στην κεντρική της επιλογή: να μειώσει φόρους.