Σχεδόν πλήρως με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη έχει εξομοιωθεί η Ελλάδα όσον αφορά το βαθμό δυσκολίας εύρεσης στέγης όπως και το πόσο ακριβό εγχείρημα αυτό αποτελεί. Όσοι, άλλωστε, προσπαθούν να βρουν φοιτητικό σπίτι αυτές τις ημέρες θα έχουν διαπιστώσει ότι ούτε ποιοτικά ακίνητα υπάρχουν ούτε προσιτά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης πρόκειται να ανακοινώσει στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης πακέτο μέτρων προκειμένου οι νέοι έως 29 ετών να είναι σε θέση να βρουν διαμέρισμα σε προσιτά ενοίκια.
Όπως δηλαδή, έχει γίνει γνωστό, εκτιμάται ότι θα χορηγείται χρηματοδότηση έως 25 χιλ. ευρώ, με τη μορφή, είτε της κρατικής επιχορήγησης, είτε χαμηλότοκων δανείων, για την ανακαίνιση παλαιών σπιτιών. Άλλωστε, σύμφωνα με τους ειδικούς, τα παλιά διαμερίσματα αποτελούν μίας από τις πλέον ενδεδειγμένες λύσεις ικανοποίησης των στεγαστικών αναγκών, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα ανακαινιστούν.
Σήμερα είναι πρακτικά αδύνατο να βρει κάποιος να νοικιάσει διαμέρισμα με μίσθωμα χαμηλότερο από 550-600 ευρώ, ακόμη κι αν το ακίνητο βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Λόγω της μεγάλης ζήτησης και της ιδιαίτερα περιορισμένης προσφοράς, οι ιδιοκτήτες εκμισθώνουν ακριβά ακόμη και ακίνητα που είναι σε κακή κατάσταση. Το «κλειδί» είναι η πολύ χαμηλή προσφορά την οποία η κυβέρνηση επιδιώκει να ενισχύσει είτε επιδοτώντας την ανακαίνιση παλαιών σπιτιών, είτε βγάζοντας στην αγορά ακίνητα που βρίσκονται στην κατοχή του πρώην ΟΑΕΔ.
Γιατί όμως, τα νοικοκυριά αδυνατούν σήμερα να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες; Ένας από τους λόγους σχετίζεται με τις βραχυχρόνιες ενοικιάσεις που έχουν θέσει εκτός αγοράς ένα πολύ μεγάλο αριθμό ακινήτων, ενώ όσα βρίσκονται σε καλή τοποθεσία (π.χ. κοντά στο Μετρό, αρχαιολογικούς χώρους κτλ.), ακόμη κι αν δεν είναι ανακαινισμένα, μισθώνονται ακριβά. Το στεγαστικό πρόβλημα γίνεται αντιληπτό εάν ληφθεί υπόψη ότι για τουλάχιστον μία δεκαετία το απόθεμα των ακινήτων δεν είχε ανανεωθεί, ενώ οι νέες οικοδομές που κατασκευάζονται τα τελευταία χρόνια ούτε επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση ούτε διατίθενται σε τιμές προσιτές για τα μικρότερα βαλάντια.
Το φαινόμενο της ακριβής στέγης είναι συχνό σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, όπου οι κάτοικοι πολλά χρόνια πριν την επέλαση του Airbnb αδυνατούσαν να βρουν σπίτι, με τις κυβερνήσεις να έχουν λάβει μέτρα για την εξασφάλιση σπιτιών σε χαμηλή τιμή.
Στη χώρα μας, μέχρι το 2012, λειτουργούσε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας που είχε ως αντικείμενο τον σχεδιασμό και την κατασκευή οικισμών οργανωμένης δόμησης που επέτρεπαν την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών με χαμηλό κόστος. Λόγω όμως, μνημονίων η πολιτική ενίσχυσης της κοινωνικής κατοικίας «πάγωσε», τη στιγμή που στην Ελλάδα, σταθερά τα τελευταία χρόνια, οι δαπάνες για τη διατήρηση της κατοικίας (ΕΝΦΙΑ κτλ.) ξεπερνούν κατά 40% το διαθέσιμο εισόδημα.
Μία ακόμη συνιστώσα της στεγαστικής κρίσης αφορά το γεγονός ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα υποχώρησε, σε σχέση με πριν από μερικά χρόνια και κυμαίνεται πέριξ του 73%. Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι ο μικρότερος αριθμός ιδιοκτητών συνεπάγεται υψηλότερη ζήτηση για μισθώσεις και άρα υψηλότερα ενοίκια ελλείψει προσφοράς.
Να σημειώσουμε ότι το 2011 τα νοικοκυριά που κατοικούσαν σε ιδιόκτητη κατοικία είχαν αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο (ή κατά 48,2%) έναντι του 1981 και κατά 620 χιλ. (ή κατά 25,9%) έναντι του 1991.
Συνολικά, η αύξηση της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα στη δεκαετία του 2000 ήταν πολύ μεγαλύτερη από ότι στις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Μάλιστα, συνοδεύτηκε με τεράστια αύξηση του αριθμού και του μεγέθους των κατοικιών που χαρακτηρίζονται δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες καθώς και των κατοικιών που είναι διαθέσιμες προς πώληση και προς ενοικίαση.
Με τα δεδομένα αυτά τα τελευταία χρόνια έχει γίνει άπιαστο όνειρο όχι μόνο η αγορά, αλλά και η ενοικίαση κατοικίας, εάν ληφθεί υπόψη ότι το ύψους του ενοικίου ξεπερνά το 50% ενός μέσου μηνιαίου μισθού.