Αυξητική τάση καταγράφεται στις διμερείς εμπορικές σχέσεις Ελλάδας - Γερμανίας μετά το 2018, κατόπιν ενός δεκαετούς διαστήματος κάμψης και στασιμότητας εν μέσω της οικονομικής κρίσης, ανέφερε ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Κωνσταντίνος Μαραγκός, κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου, στο πλαίσιο της εκδήλωσης κοπής της πίτας στη Θεσσαλονίκη.
Παρόντες στην εκδήλωση ήταν ο υφυπουργός Εσωτερικών (Μακεδονίας και Θράκης) Θεόδωρος Καράογλου, οι βουλευτές της ΝΔ Σταύρος Καλαφάτης, Κώστας Γκιουλέκας, Δημήτρης Κούβελας, Δημήτρης Βαρτζόπουλος, Σάββας Αναστασιάδης, του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Αμανατίδης, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Ζέρβας και η Μαρία Αντωνίου επικεφαλής του γραφείου του πρωθυπουργού στην Θεσσαλονίκη.
Ο πρόεδρος του επιμελητηρίου, Κωνσταντίνος Μαραγκός, αναφέρθηκε επίσης στις προοπτικές που ανοίγονται στις σχέσεις των δύο χωρών, στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που έχουν ληφθεί από τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και από τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, για περαιτέρω σύσφιξη των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων.
Επεσήμανε παράλληλα, το διευρυμένο πεδίο δραστηριοτήτων, πάνω στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί το ενδιαφέρον γερμανικών επιχειρήσεων για επενδύσεις, ή για συμπράξεις με ελληνικές επιχειρήσεις σε διάφορους τομείς.
«Το ενδιαφέρον έχει αναζωογονηθεί από πλευράς Γερμανίας, οι δείκτες έχουν δώσει τα στίγματα πάνω στα οποία κινείται η ελληνική οικονομία και έχουν δημιουργηθεί και οι προϋποθέσεις δανεισμού σε πάρα πολύ χαμηλά επίπεδα» είπε ο κ. Μαραγκός και πρόσθεσε: «Όλα αυτά δημιουργούν προϋποθέσεις επενδύσεων στην Ελλάδα, ταυτόχρονα με την αίσθηση ασφάλειας στο νέο περιβάλλον».
Βελτιώθηκε το διμερές εμπόριο
Βελτίωση του διμερούς εμπορίου μετά την εικόνα της κάμψης και της στασιμότητας που είχε παρουσιαστεί στο διάστημα της δεκάχρονης κρίσης, παρατηρείται μετά το 2018, σε ότι αφορά τις ελληνο-γερμανικές εμπορικές συναλλαγές.
Ειδικότερα για το δεκάμηνο Ιανουάριος - Οκτώβριος του 2019, όπως ανέφερε ο διευθυντής του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθανάσιος Κελέμης, καταγράφηκε μια αύξηση της τάξης του 3,5% στις εξαγωγές προς τη Γερμανία, αλλά αντίστοιχα και μια αύξηση των εισαγωγών από Γερμανία κατά 8,6 %.
Πρόσθεσε επίσης, ότι είναι ευχάριστο ότι για πρώτη φορά το συνολικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας μας παρουσίασε αύξηση: «Στα 11,5 δισ. ήταν το 2007-8, ενώ το 2018 έφτασε το 7,71 δισ. ευρώ. Είχαμε πέσει στα 6,5 δισ. στην αιχμή της κρίσης» είπε ο κ. Κελέμης.
Αναφερόμενος στο ελληνογερμανικό διμερές εμπορικό ισοζύγιο το διάστημα 2008-2018, ο κ. Κελέμης υπογράμμισε ότι, λόγω της οικονομικής κρίσης υπήρξε μια πτώση της τάξεως του 20-25%. Ανέφερε χαρακτηριστικά, ότι στο διάστημα 2008- 2018 η Ελλάδα παρέμεινε στάσιμη στα 2 δισ. ευρώ, ως προς τις εξαγωγές προς τη Γερμανία. Οι εισαγωγές από την Γερμανία ήταν της τάξης των 5,74 δισ. ευρώ το 2018 και αυτές παρέμειναν στάσιμες.
Ο κ. Κελέμης επεσήμανε την ανάγκη να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει προσπάθεια να διεισδύσει περισσότερο - όπως κατορθώνει να το κάνει σε αγορές όπως η Τουρκία και ο Λίβανος - στην αγορά της Γερμανίας, που είναι η μεγαλύτερη αλλά ταυτόχρονα και η πιο απαιτητική αγορά της Ευρώπης.
«Αυτή την τάση θα θέλαμε εμείς να τη βελτιώσουμε, αλλά αυτό έχει να κάνει και με τη γενικότερη εικόνα και το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει η ελληνική οικονομία» είπε ο κ. Κελέμης.
Αναφέρθηκε, επίσης, τις πρωτοβουλίες του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου για την ενίσχυση των διμερών συναλλαγών, φέρνοντας ως παράδειγμα δράσεις στον τομέα της προβολής των δυνατοτήτων των logistics: «Έχουμε πάρει πρωτοβουλίες, ως επιμελητήριο, έχουμε οργανώσει αρκετά στο κομμάτι των λοτζίστικς, κατορθώσαμε πέρυσι το Νοέμβριο και πριν από δύο χρόνια να πάρουμε δεκατρείς δυναμικές εταιρίες και να τις πάμε σε ένα ενιαίο περίπτερο στο Μόναχο».
Οι εκπρόσωποι του επιμελητηρίου έδωσαν στοιχεία που αφορούν τις γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, οι οποίες είναι του ύψους των 4,2 δισ., που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 3% του ΑΕΠ της χώρας μας, με 27.000 εργαζόμενους και με τζίρο 8,3 δισ. ευρώ.