Μόλις τέσσερις μήνες πριν από την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόβσκις, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», τονίζει την σημασία των δεσμεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης για την μεταμνημονιακή περίοδο.
Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπογραμμίζει την «ξεκάθαρη δέσμευση της ελληνικής πλευράς στη συνεχή εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στην τήρηση των δημοσιονομικών στόχων μετά τη λήξη του προγράμματος».
Ερωτηθείς για το ζήτημα της επιτήρησης μετά την λήξη του προγράμματος, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ξεκαθάρισε πως θα συνεχίσει και μετά τον Αύγουστο. Συγκεκριμένα ο κ. Ντομπρόβσκις σημείωσε πως «Η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό την κανονική ευρωπαϊκή επιτήρηση, αλλά αυτό που είναι σημαντικό για την ελληνική κυβέρνηση είναι να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Αν υπάρχουν συζητήσεις για πισωγυρίσματα σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ή για έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας, τότε αυτό θα εξαλείψει την εμπιστοσύνη των αγορών και η χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους θα γίνει πιο δύσκολη και πιο ακριβή. Είναι σημαντικό η Ελλάδα να στείλει το μήνυμα στις αγορές ότι θα συνεχίσει την τήρηση των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων και τους δημοσιονομικούς στόχους, έτσι ώστε να χρηματοδοτήσει το χρέος της με ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς. Αν υπάρχουν πισωγυρίσματα, η χρηματοδότηση του χρέους της χώρας θα είναι λιγότερη ευνοϊκή και με τόσο υψηλό χρέος όπως της Ελλάδας μπορεί η κατάσταση να γίνει προβληματική.»
Μάλιστα συμπλήρωσε ότι, «όπως κάθε χώρα που έχει ολοκληρώσει πρόγραμμα προσαρμογής, έτσι και η Ελλάδα θα μπει σε μεταμνημονιακή επιτήρηση, λιγότερο έντονη από όταν ήταν σε πρόγραμμα. Είναι ξεκάθαρο ότι η εφαρμογή μέτρων ελάφρυνσης του χρέους θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος. Αυτό σημαίνει ότι ένα από τα στοιχεία για να διατηρήσει αυτόν τον μηχανισμό είναι η Ελλάδα να συνεχίσει να τηρεί τους μεταμνημονιακούς δημοσιονομικούς της στόχους, διατηρώντας υψηλά επίπεδα πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτό είναι 3,5% του ΑΕΠ και θα μειωθεί σταδιακά.»
Αναφορικά με το μέλλον της ελληνικής οικονομίας ο Ευρωπαίος Επίτροπος τόνισε την σημασία των ιδιωτικών επενδύσεων για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Είπε πως «η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι σημαντικές. Δεν μπορούμε να περιμένουμε να τονώσουμε την οικονομία με δημόσιες επενδύσεις, ειδικά τώρα που ο χώρος για κάτι τέτοιο είναι πολύ περιορισμένος. Είναι σημαντικό να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις και αυτό μπορεί να γίνει με βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον.»
Τέλος, ο Ευρωπαίος Επίτροπος σημείωσε και την σημασία της σταδιακής ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Χαρακτηριστικά ανέφερε πως «οι αγορές θα εξετάσουν τις εξελίξεις σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους και τα μέτρα για το χρέος που συζητούνται στην Ε.Ε., μειώνοντας την επιβάρυνση της εξυπηρέτησής του. Ήδη, σήμερα οι προϋποθέσεις είναι θετικές. Η Ελλάδα μπορεί να έχει το υψηλότερο επίπεδο χρέους στην Ε.Ε., περίπου 180% του ΑΕΠ, αλλά πληρώνει χαμηλότερα για την εξυπηρέτησή του από την Ιταλία και την Πορτογαλία, που το ύψος του χρέους τους είναι στο 130% του ΑΕΠ. Δεύτερον, οι αγορές θα κοιτάξουν τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης να ακολουθήσει τις εφαρμοζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τους δημοσιονομικούς στόχους μετά τη λήξη του προγράμματος αλλά και ότι συνεχίζεται η διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάτι που θα επιτρέψει τη σταδιακή μείωση του ελληνικού χρέους».