Σημαντική αύξηση των αγοραπωλησιών ακινήτων αναμένει η εταιρεία ακινήτων Engels&Volkers ότι θα λάβει χώρα τη φετινή χρονιά. Οι λόγοι; Είναι πολυάριθμοι και σχετίζονται με την άνοδο του τουρισμού, τα φορολογικά κίνητρα που έχουν δοθεί σε ξένους και βέβαια το γεγονός ότι το ελληνικό real estate διαθέτει τις χαμηλότερες τιμές, σε σχέση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Όπως αναφέρει η Engels&Volkers σε έρευνά της, όπου καταγράφονται οι μικρότερες και μεγαλύτερες τιμές στις βασικές αγορές, οι αγοραστές έχουν επιστρέψει ήδη πιο έντονα στην αγορά, ενώ από την πλευρά τους και οι κατασκευαστές προχωρούν με νέες κατασκευές σε μία προσπάθεια να καλύψουν το έλλειμμα σε νεόδμητα που παρατηρήθηκε στην ελληνική αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία νεόδμητα σπίτια, πιο μαζικά, στην εγχώρια αγορά ήταν αυτά της περιόδου 2008- 2009, πολλά από τα οποία έμειναν απούλητα την προηγούμενη δεκαετία.
Ισχυρό ενδιαφέρον
Σύμφωνα με την έρευνα, το ενδιαφέρον για την ελληνική κτηματαγορά παραμένει σε υψηλά επίπεδα τόσο από Έλληνες όσο και από το ξένο κοινό το οποίο βλέπει πλέον στην Ελλάδα, μία πρώτης τάξης ευκαιρία για ικανοποιητικές αποδόσεις.
Ανασταλτικός παράγοντας πανευρωπαϊκά, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, είναι αναμφισβήτητα η αύξηση στις τιμές της ενέργειας και του κόστους των υλικών και οι πληθωριστικές πιέσεις που προβληματίζουν συνολικά την αγορά, ευελπιστώντας πάντως έως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2022 να έχει σταθεροποιηθεί η κατάσταση με ένα νέο σημείο ισορροπίας. Σε συνέχεια ακριβώς αυτών των πιέσεων, σε όλη την Ευρώπη, έχουν τεθεί πλέον υπό αναθεώρηση προς τα κάτω οι αρχικές εκτιμήσεις για την οικονομική ανάπτυξη το 2022. Ειδικά για την Ελλάδα, κρίσιμο ρόλο για φέτος αναμένεται να παίξει για μία ακόμη φορά η πορεία του τουρισμού, ο οποίος ακόμη και στην προηγούμενη δεκαετία της οικονομικής κρίσης αποτέλεσε ανάχωμα στην ύφεση και την ανεργία και στη συνέχεια οδήγησε την χώρα σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα των χαμηλότερων τιμών των ακινήτων: Ακόμη και για τις περιοχές που θεωρούνται πιο ακριβές, όπως η Αθηναϊκή Ριβιέρα ή τα δημοφιλή ελληνικά νησιά, οι τιμές είναι σαφώς χαμηλότερες σε σύγκριση με άλλους ευρωπαϊκούς προορισμούς που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Επιπλέον δε θα πρέπει να μην προσμετράται και το γεγονός ότι μέσα στην πανδημία και ως ένα μέτρο ενίσχυσης της οικονομίας, συγκυριακά, ήρθε και το ευνοϊκότερο φορολογικό πλαίσιο για τους ξένους που θέλουν να εγκατασταθούν σε πιο μόνιμη βάση στην Ελλάδα, κάτι το οποίο επίσης λειτουργεί θετικά για το εγχώριο real estate.
Τα στελέχη της Engel & Völkers παρατηρούν σημαντική αύξηση των ενδιαφερόμενων αγοραστών από τα μέσα του 2021 και μετά, επισημαίνοντας ότι, ο αριθμός τους μπορεί να έχει ακόμη και Τριπλασιαστεί σε σχέση με το 2019 και το 2020. Συνολικά η τάση είναι ανοδική δεδομένου ότι η ελληνική αγορά ακινήτων είχε μείνει πολύ πίσω την προηγούμενη δεκαετία, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, σε όλα τα επίπεδα κάτι που φαίνεται και από τα επίσημα νούμερα του επιπέδου των τιμών, του μικρού αριθμού των μεταβιβάσεων, αλλά και του πολύ μικρού όγκου των νέων κατασκευών.
Η εικόνα ανά περιοχή
Στο κέντρο της Αθήνας, οι περιοχές που παρουσιάζουν μεγάλη ζήτηση από αγοραστές με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια, είναι γύρω από το ιστορικό κέντρο της πόλης, όπως η Ακρόπολη, η Πλάκα, τα Ανάκτορα και το Κολωνάκι. Επίσης, Το Παγκράτι, έχει εξελιχθεί σε μια από τις πιο δημοφιλείς περιοχές με τις τιμές να καθορίζονται ανάλογα πάντα με την θέα, την θέση και το είδος της ανακαίνισης (ολική ή μερική). Παρομοίως, το Κουκάκι και τα Εξάρχεια, έχουν σταθερή ανάπτυξη και ζήτηση, αποτελώντας νούμερο ένα επιλογή στην προτίμηση των αγοραστών. Τα διαμερίσματα στο Κολωνάκι, έχουν μία μέση τιμή κοντά στις 3.900 ευρώ ανά τ.μ., και αν βρίσκονται σε όροφο και απολαμβάνουν θέα, ανεβαίνουν στις 4.500 ευρώ ανά τ.μ. ή και παραπάνω. Μάλιστα, αν πρόκειται για πολυτελές ανακαινισμένο ρετιρέ, η τιμή μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τις 6.500 ευρώ ανά τ.μ.
Στην Πλάκα, τα περιορισμένα ακίνητα που βγαίνουν στην αγορά, μπορεί να αγγίξουν τα 6.500 ευρώ ή μερικές φορές ακόμα και να ξεπεράσουν τα 7.000 - 8.000 ευρώ ανά τ.μ. ανάλογα με την θέση και την θέα τους. Για τις συνοικίες που απευθύνονται στο πιο ευρύ κοινό όπως π.χ. το Παγκράτι, οι τιμές διαμορφώνονται μεταξύ 1.900 - 2.800 ευρώ ανά τ.μ. για τα παλιά ακίνητα, φτάνοντας και τα 3.500 ευρώ ανά τ.μ. για τα ανακαινισμένα, με θέα.
Στην Αθηναϊκή Ριβιέρα υπάρχει τεράστια ψαλίδα ανάλογα με την περιοχή, τη θέση του ακινήτου, τις ποιοτικές προδιαγραφές αλλά ενίοτε και τη μοναδικότητά του. Για τις πιο ακριβές περιοχές, στη Γλυφάδα μπορεί να υπάρχουν τιμές από 7.000 τ.μ. για νεόδμητα, ενώ στη Βουλιαγμένη ο πήχης ανεβαίνει ακόμη υψηλότερα φθάνοντας ακόμη και τις 10.000 ευρώ ανά τ.μ.
Στην Βάρη ή την Βάρκιζα ο τιμές «προσγειώνονται» στα 2.000 ευρώ ανά τ.μ. για παλιές κατασκευές και ανεβαίνουν στις 4.000 έως και 5.000 ευρώ ανά τ.μ. για τα καινούρια ακίνητα, για κάποια σπίτια που θα ολοκληρωθούν εντός του 2022. Σε Σαρωνίδα - Λαγονήσι τα σπίτια πωλούνται με τιμές 2.000 - 3.500 ευρώ ανά τ.μ. και ελαφρώς πιο πάνω τα νεόδμητα. Η αύξηση των τιμών στα πιο ακριβά νότια προάστια εκτιμάται μεσοσταθμικά κατά τη διάρκεια του 2022 γύρω στο 10% - 15%. Οι εκτιμήσεις των στελεχών της Engel & Völkers αναφέρουν ότι η αύξηση αναμένεται να συνεχιστεί αν και πιο ήπια, με ρυθμούς κοντά στο 5% και τα επόμενα χρόνια λόγω ακριβώς της αυξημένης ζήτησης από ξένους αγοραστές.
Στην άλλη πλευρά του παραλιακού μετώπου, υπάρχουν επίσης δημοφιλείς περιοχές για κατοικία όπως ο Πειραιάς, η Καλλιθέα, το Μοσχάτο, ο Ταύρος, ο Άλιμος, η Αργυρούπολη, η Ηλιούπολη, ο Άγιος Δημήτριος, η Νέα Σμύρνη και το Παλαιό Φάληρο, αν και υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια ως προς τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και τα εισοδήματα που απευθύνεται.