Του Θανάση Παπαδή
Αλλάζει άρδην το σκηνικό στο επιχειρείν. Η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των νομικών προσώπων, η πρόωρη «διόρθωση» της προκαταβολής φόρου, ώστε οι εταιρείες να τύχουν έκτακτης ενίσχυσης ρευστότητας μέχρι το τέλος του έτους, η θέσπιση νέας φορολογικής κλίμακας η οποία αφορά το σύνολο των αυτοαπασχολούμενων και των ελεύθερων επαγγελματιών, αλλά και η επανεξέταση ολόκληρου του πλαισίου για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών στους επαγγελματίες δημιουργεί καινούργια δεδομένα.
Εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες που τα προηγούμενα χρόνια αναζητούσαν λογιστικά «καταφύγια» για να αποφύγουν τις υπέρογκες επιβαρύνσεις από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, τώρα καλούνται να ακολουθήσουν την αντίστροφη διαδικασία προκειμένου να εντοπίσουν την πλέον συμφέρουσα λύση από οικονομικής απόψεως προκειμένου να στήσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα.
Οι οριστικές αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν ακόμη. Ναι μεν στο φορολογικό τοπίο τα πράγματα φαίνεται να έχουν ξεκαθαρίσει, αλλά ακόμη υπάρχει η μεγάλη εκκρεμότητα με τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών για τους επαγγελματίες από την 1/1/2020. Ετσι, δεδομένη είναι η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των νομικών προσώπων στο 24% για τα κέρδη του 2019, με τους ενδιαφερόμενους (εμπλεκόμενους σε Ανώνυμες Εταιρείες, Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες, Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης, αλλά και Ομόρρυθμες και Ετερόρρυθμες) να προσβλέπουν και σε περαιτέρω μείωση του συντελεστή στο 20%.
Από την άλλη, η νέα φορολογική κλίμακα θα έχει και τον χαμηλό συντελεστή του 9% για τα πρώτα 10.000 ευρώ του εισοδήματος, όπως επίσης και μειωμένους κατά μία μονάδα συντελεστές στα υπόλοιπα κλιμάκια. Η μεγάλη εκκρεμότητα έχει να κάνει με τις ασφαλιστικές εισφορές των 1,4 εκατομμυρίων αυτοαπασχολουμένων. Σύμφωνα με πληροφορίες, το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει ότι οι ασφαλιστικές εισφορές θα είναι συγκεκριμένα «κλειδωμένα» ποσά ανά μήνα. Θα κυμαίνονται από 200-210 ευρώ έως και 500-600 ευρώ, ενώ το τελικό ποσό θα εξαρτάται από δύο μεταβλητές. Πρώτον από το δηλωθέν εισόδημα και δεύτερον από τα χρόνια προϋπηρεσίας.
Έτσι, όσο περισσότερα χρόνια απασχολείται κάποιος και όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημά του τόσο μεγαλύτερες θα είναι και οι ασφαλιστικές εισφορές που θα πληρώνει. Σε κάθε περίπτωση, οι επαγγελματίες μπορούν να γνωρίζουν από τώρα ότι θα φύγουν από το προσκήνιο οι υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές που έφταναν ακόμη και στα 1.200-1.400 ευρώ τον μήνα και μάλιστα χωρίς να υπάρχει ουσιαστικό αντίκρισμα στο ύψος της σύνταξης. Σε κάθε περίπτωση, το 2020 θα φέρει τα πάνω-κάτω.
Οι επαγγελματίες σε πλήρη συνεργασία με τους λογιστές και τους συμβούλους τους θα στρέψουν το ενδιαφέρον στο να εντοπίσουν την επιχειρηματική μορφή που θα μεγιστοποιεί το κέρδος. Ποια θα είναι αυτή; Η έρευνα και η ποσοτικοποίηση των νέων δεδομένων δείχνει ότι το καθοριστικό μέγεθος που θα κρίνει ποια επιλογή είναι σωστή και ποια λανθασμένη, θα είναι το ύψος των κερδών. Οι έχοντες κέρδη άνω των 25.000-30.000 ευρώ θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά το ενδεχόμενο σύστασης μιας ΙΚΕ, ενώ για μικρότερα κέρδη της τάξεως των 5.000-10.000 ευρώ τον χρόνο, η ατομική επιχείρηση μάλλον θα εξακολουθήσει να αποτελεί τη βέλτιστη λύση.
Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες θα αποτελεί από το νέο έτος η επιλογή της μορφής που θα δίνει κάποιος στην επαγγελματική του δραστηριότητα. Ουσιαστικά καμία «μεταβλητή» της συνολικής εξίσωσης δεν παραμένει σταθερή. Φόροι, προκαταβολές και ασφαλιστικές εισφορές θα τροποποιηθούν άμεσα, ενώ στον ορίζοντα υπάρχει και η -έστω και σταδιακή- κατάργηση τόσο της εισφοράς αλληλεγγύης όσο και του τέλους επιτηδεύματος.
Δεδομένου ότι η επιλογή μιας εταιρικής μορφής δεν μπορεί να ληφθεί… ελαφρά τη καρδία -καθώς είναι πολλά τα λεφτά που διακυβεύονται- ο επαγγελματίας θα πρέπει να αποφασίσει αν θα περιμένει να αποκρυσταλλωθεί πλήρως το σκηνικό ή αν θα σπεύσει εδώ και τώρα να κάνει την κίνησή του. Όποια και αν θα είναι η τελική απόφαση, το κριτήριο δεν αλλάζει και αυτό είναι το ύψος των καθαρών κερδών που προβλέπει κάποιος ότι θα έχει μέσα στο 2020.
Η συζήτηση έχει ήδη ανοίξει μεταξύ των λογιστών και των πελατών τους. Η αγορά ακούει για την επικείμενη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των νομικών προσώπων στο 24% (για τα κέρδη του 2019) και στο 20%, πιθανότατα, για τα κέρδη του 2020. Ακούει επίσης για άμεση διόρθωση της προκαταβολής φόρου ώστε να προκύψουν επιστροφές φόρου μέσα στο 2019, αλλά και για θέσπιση νέας ευνοϊκότερης φορολογικής κλίμακας η οποία θα ευεργετήσει το σύνολο των αυτοαπασχολούμενων και των ελεύθερων επαγγελματιών.
Το ερώτημα όμως, «και τελικώς ποια είναι η πλέον συμφέρουσα λύση», δεν έχει απαντηθεί ακόμη. Αν κάποιος θα επιχειρούσε να κάνει ένα πρώτο crash test με βάση τα όσα δεδομένα υπάρχουν διαθέσιμα αυτή τη στιγμή, θα κατέληγε στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Επιλογή για κέρδη 10.000 ευρώ σε ετήσια βάση
Το νούμερο μπορεί να φαίνεται μικρό, αλλά δεν είναι τουλάχιστον για την ελληνική πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης και της φοροδιαφυγής. Οι 8 στους 10 αυτοαπασχολούμενους και πάνω από τα μισά νομικά πρόσωπα δεν υπερβαίνουν αυτό το όριο, άρα η σύγκριση έχει νόημα. Με κέρδη 10.000 ευρώ, όποιος επιλέξει τη λύση της ατομικής επιχείρησης θα πληρώνει 900 ευρώ φόρο εισοδήματος (καθώς θα θεσπιστεί ο νέος χαμηλός συντελεστής του 9%) και φυσικά το τέλος επιτηδεύματος των 650 ευρώ. Προς το παρόν, στον ορίζοντα υπάρχουν και οι ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες ανέρχονται στα 2.221 ευρώ (σ.σ. είναι το 20,28% επί των κερδών μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές του προηγούμενου έτους). Ο τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών θα αλλάξει, αλλά για το συγκεκριμένο επίπεδο κερδών εκτιμάται ότι είναι πολύ δύσκολο ο επαγγελματίας να κληθεί να πληρώσει λιγότερα από 200 ευρώ τον μήνα.
Έτσι, με τη λύση της ατομικής επιχείρησης, ο επαγγελματίας θα πρέπει να περιμένει ότι από τα 10.000 ευρώ θα του μείνουν καθαρά περίπου 6.000 ευρώ. Προφανώς ο επαγγελματίας θα μπορούσε να δώσει στην επιχείρησή του τη μορφή της προσωπικής εταιρείας (ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη επιχείρηση). Τις ασφαλιστικές εισφορές δεν θα τις απέφευγε και δεν πρόκειται να τις αποφύγει ούτε με το νέο πλαίσιο. Όσον αφορά τον φόρο, θα έπρεπε να πληρώνει 2.400 ευρώ τον χρόνο και όχι 900 ευρώ όπως ισχύει για τον αυτοαπασχολούμενο, καθώς παρά τη μείωση ο συντελεστής των νομικών προσώπων θα είναι 24% για τα κέρδη του 2019. Ακόμη και αν ο συντελεστής μειωθεί στο 20%, και πάλι θα είναι υπερδιπλάσιος σε σχέση με αυτόν που θα εφαρμόζεται για τους αυτοαπασχολούμενους και τις ατομικές επιχειρήσεις με κέρδη έως και 10.000 ευρώ.
Οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρείες επιβαρύνονται και αυτές με τέλος επιτηδεύματος. Ετσι, από τα κέρδη των 10.000 ευρώ, τελικώς θα έμεναν καθαρά λιγότερα από 4.700 ευρώ. Αρα, η σύγκριση ατομικής και προσωπικής εταιρείας σε αυτό το επίπεδο κερδών δείχνει ότι συμφέρει περισσότερο η ατομική επιχείρηση. Η αντίστοιχη σύγκριση ατομικής επιχείρησης και ΙΚΕ ή Α.Ε. σηκώνει πολλή… κουβέντα. Θεωρητικά, με μια ΙΚΕ μπορεί κάποιος να ξεπεράσει τον… σκόπελο των ασφαλιστικών εισφορών. Και αυτό διότι αν υπάρχουν περισσότεροι μέτοχοι του ενός δεν επιβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές επί των κερδών.
Βέβαια, υπάρχει το θέμα ότι πρέπει να πληρώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές του διαχειριστή. Μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ξεπεράσει αυτό τον σκόπελο; Θα βάλει κάποιο πρόσωπο εμπιστοσύνης το οποίο θα είναι ήδη ασφαλισμένο κάπου ως μισθωτός; Θα του «κόβει» μια μικρή αμοιβή ώστε να περιορίζονται αντίστοιχα και οι ασφαλιστικές εισφορές (οι οποίες όμως σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να είναι μικρότερες από 186 ευρώ τον μήνα);
Είναι σημαντικά αυτά τα ερωτήματα, ενώ στην τελική σύγκριση ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να συνυπολογίσει ότι μια ΙΚΕ είναι επιχείρηση με διπλογραφικά βιβλία (3ης κατηγορίας), κάτι που σημαίνει ότι και οι λογιστές θα ζητούν υψηλότερες αμοιβές για την παρακολούθηση και την τήρηση των βιβλίων. Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το τέλος επιτηδεύματος στις ΙΚΕ ανέρχεται στα 1.000 ευρώ και όχι στα 650 ευρώ, όπως στους αυτοαπασχολούμενους. Συμπέρασμα: για μικρά κέρδη στο επίπεδο των 10.000 ευρώ, η ατομική επιχείρηση, ή το λεγόμενο «μπλοκάκι», φαίνεται ότι είναι αυτή τη στιγμή η πλέον συμφέρουσα λύση.
2. Επιλογή για κέρδη 30.000 ευρώ σε ετήσια βάση
Αν κάποιος επιλέξει την ατομική επιχείρηση, υποχρεωτικά θα… μπλέξει και με τους ανώτερους συντελεστές της φορολογικής κλίμακας. Εκτός από το 9%, θα εξακολουθήσει να υπάρχει το 22% για το τμήμα του εισοδήματος από τις 10.000 έως τις 20.000 ευρώ, όπως και το 28% για τα εισοδήματα από τις 20.000 έως τις 30.000 ευρώ. Ετσι, στα 30.000 ευρώ, ο φόρος θα βγαίνει στα 5.900 ευρώ. Και πάλι, αυτό το ποσό θα είναι μικρότερο σε σχέση με τα 7.200 ευρώ (24%) που αντιστοιχούν στην ομόρρυθμη ή την ετερόρρυθμη εταιρεία.
Έτσι, ενώ σε αυτή τη φάση η ατομική επιχείρηση φαίνεται καλύτερη επιλογή συγκριτικά με την προσωπική (δεδομένου ότι για τις ασφαλιστικές εισφορές και το τέλος επιτηδεύματος αναμένεται να είναι κοινή η τύχη και στο μέλλον), ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να κάνει και δεύτερες σκέψεις. Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει ότι το 24% για όλα τα νομικά πρόσωπα θα γίνει 20% από τη μεθεπόμενη χρονιά. Αν αυτό υλοποιηθεί (που φαίνεται ότι θα υλοποιηθεί διότι αποτελεί κεντρική επιλογή της κυβέρνησης) αυτομάτως ο φόρος της προσωπικής εταιρείας (αλλά και της ΙΚΕ) θα μειωθεί από τα 7.200 ευρώ στα 6.000 ευρώ, δηλαδή στα επίπεδα της ατομικής εταιρείας.
Έτσι, η τελική επιλογή θα πρέπει να γίνει με άλλα κριτήρια και όχι αποκλειστικά με το ύψος του φόρου. Για παράδειγμα, στην ομόρρυθμη μπορούν να ασφαλιστούν δύο πρόσωπα και το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών να παραμείνει το ίδιο, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα. Αν με το καινούργιο σύστημα που θα καθιερωθεί από το 2020 κληθεί να πληρώνει ξεχωριστές εισφορές για τον κάθε εταίρο ξεχωριστά, τότε ενδεχομένως η λύση της ομόρρυθμης εταιρείας να γίνει ασύμφορη γι' αυτό το επίπεδο κερδών.
Σε κάθε περίπτωση, σε αυτή τη φάση η πλέον συμφέρουσα λύση για κάποιον που θέλει να εμφανίζει κέρδη 30.000 ευρώ είναι η ΙΚΕ, υπό την προϋπόθεση ότι θα αντιμετωπιστεί έξυπνα το θέμα των ασφαλιστικών εισφορών. Από τα 30.000 ευρώ θα μείνουν στην τσέπη του μετόχου (ακόμη και μετά την επιβολή του φόρου μερισμάτων και της εισφοράς αλληλεγγύης) περίπου 20.000 ευρώ, ενώ με τις ατομικές και τις προσωπικές εταιρείες τα καθαρά κέρδη θα «παίζουν» από 15.000 έως 16.500 ευρώ.
3. Επιλογή για κέρδη 100.000 ευρώ σε ετήσια βάση
Σε τέτοιο επίπεδο κερδών δεν χωράει καν συζήτηση. Η ατομική επιχείρηση δεν συμφέρει, καθώς ο φόρος εκτινάσσεται στα 35.900 ευρώ, προστίθενται και η εισφορά αλληλεγγύης με τις ασφαλιστικές εισφορές και τελικώς από τα 100.000 ευρώ μένουν μόλις 41.280 ευρώ. Βέβαια, από το νέο έτος η κατάσταση αναμένεται να βελτιωθεί, καθώς με την αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα είναι δεδομένο ότι η ατομική επιχείρηση με τα κέρδη των 100.000 ευρώ δεν θα πληρώνει 15.818 ευρώ ως ασφαλιστικές εισφορές για σύνταξη και υγεία.
Το ίδιο ισχύει και για τις προσωπικές εταιρείες. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ΙΚΕ και η Α.Ε. εξακολουθούν να έχουν το προβάδισμα όχι μόνο λόγω του 24% (που θα γίνει 20%) αλλά και λόγω της δυνατότητας να ξεφύγει κάποιος από τις ασφαλιστικές εισφορές.