Του Γιώργου Φιντικάκη
Σαν χρονίως πάσχοντας ασθενής που παρά τις άοκνες προσπάθειες των γιατρών να βγει από την εντατική και να σταθεί στα πόδια του, εκείνος απειλεί ανά πάσα στιγμή να υποτροπιάσει, μοιάζει η ΔΕΗ.
Χρωστά παντού και της χρωστούν οι πάντες, βρίσκεται μόλις... τρεις βαθμίδες πάνω από τη χρεοκοπία, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης S&P, οι τράπεζες για να αναχρηματοδοτήσουν τα δάνεια τους ζητούν ολοένα και πιο λεόντειους όρους, ενώ ουδείς πιστεύει ότι μπορεί να γεμίσει το ταμείο της με έσοδα από τις λιγνιτικές μονάδες.
Δίχως διάθεση κινδυνολογίας, και παρ'' ότι η κυβέρνηση κάνει φιλότιμες προσπάθειες να της φιλοτεχνήσει εικόνα βιώσιμης επιχείρησης, ουδείς πραγματικά το πιστεύει. Ούτε οι τράπεζες, ούτε οι αγορές -όπου αν επιχειρούσε να βγει τώρα και να ζητήσει κεφάλαια δύσκολα θα πετύχαινε επιτόκιο κάτω από 6%- ούτε ακόμη απ'' ότι φαίνεται και ο ξένος οίκος (Mc Kinsey) που η ίδια η ΔΕΗ προσέλαβε για να καταρτίσει το νέο της πενταετές business plan (2018-2022).
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση ξέρει ότι η επιχείρηση δεν είναι βιώσιμη, απλά προσποιείται ότι είναι, και ελπίζει απλά να μη σκάσει στα χέρια της. Επειδή ξέρει ότι η διάσωσή της συνεπάγεται μέτρα που θα προκαλέσουν πολιτικούς τριγμούς, πολύ πιο βίαια από την πώληση μερικών παλαιών λιγνιτικών μονάδων με μικρή διάρκεια ζωής, για τις οποίες όλοι ξέρουν ότι τα έσοδα θα είναι λιγοστά.
Επειδή όμως η αλήθεια για μια τόσο μεγάλη, και εισηγμένη επιχείρηση, δεν μπορεί να κρύβεται, επειδή η επιχείρηση δεν έχει πλέον την πολυτέλεια του χρόνου, και επειδή κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τις αγορές, οι άνθρωποι του χρήματος, βλέπουν στη ΔΕΗ μια ωρολογιακή βόμβα διασποράς.
Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος, που οι ελληνικές τράπεζες σε συνδυασμό με την αυστηρή τους εποπτεία από την ΕΚΤ, θέτουν λεόντειους όρους στη ΔΕΗ για να αναχρηματοδοτήσουν το δάνειο ύψους 1,3 δισ. ευρώ που λήγει το 2019. Στις διαπραγματεύσεις με τη διοίκηση της επιχείρησης που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μήνες, λέγεται ότι έχουν ζητήσει ως εξασφαλίσεις μελλοντικά έσοδα της ΔΕΗ από πάμπολλες πηγές: Τόσο από την πώληση των λιγνιτικών της μονάδων σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη, όσο και από τα επιπλέον έσοδα που φιλοδοξεί να εισπράξει από ληξιπρόθεσμες οφειλές (ο στόχος θα φθάσει τα 150 εκατ. ευρώ), μαζί με αύξηση των ενέχυρων μέσω της εκχώρησης συμβάσεων μεγάλων πελατών, μέχρι και ενεχυρίαση μετοχών της ΔΕΗ Ανανεώσιμες.
Το πόσα από τα παραπάνω θα συμβούν τελικά, μένει να φανεί. Το σίγουρο όμως είναι ότι η έκθεση της McKinsey επισημαίνει το προφανές: Ότι δεν μπορεί στην Ευρώπη το καθαρό χρέος μιας επιχείρησης ηλεκτρισμού να είναι 3,5 φορές πάνω από τα λειτουργικά της κέρδη, και στη ΔΕΗ να ξεπερνάει τις 5 φορές (σ.σ.: στα αποτελέσματα 2017, τα μεγέθη διαμορφώθηκαν σε 4,044 δισ. ευρώ και 745,5 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα). Ότι δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για να καταστεί βιώσιμη η ΔΕΗ παρά να αυξάνει τουλάχιστον κατά 100 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο και για μια πενταετία τα λειτουργικά της κέρδη (σωρευτικά κατά 500 εκατ. ευρώ ως το 2022).
Μετρημένα κουκιά
Και ότι εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, τα εργαλεία για να επιτευχθούν τα παραπάνω, είναι «μετρημένα κουκιά». Είτε μια γενναία εθελουσία έξοδος 2.000 ατόμων επί συνόλου 10.000 (μόνο στη μητρική) που θα ρίξει δραστικά το μισθολογικό κόστος, είτε το πολιτικό δύσκολο μέτρο, της σταδιακής αναπροσαρμογής προς τα πάνω των τιμολογίων της, και της κατάργησης των εκπτώσεων 15% που παρέχει στους συνεπείς της πελάτες.
Ένα μέτρο που ναι μεν έχει βοηθήσει πολλούς καταναλωτές, ωστόσο αναδεικνύει και την αντιφατικότητα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΗ. Διότι από τη μία η κυβέρνηση ψήφισε την υποχρεωτική μείωση του μεριδίου της από 82% σήμερα σε 49% στα τέλη του 2019, από την άλλη όμως επιτρέπει στη ΔΕΗ μέσω των εκπτώσεων να συγκρατεί το πελατολόγιό της. Εν γνώσει της δηλαδή υπονομεύει τη γοργή μείωση του μεριδίου της, όπως και πράγματι συμβαίνει!
Ενισχυμένη εποπτεία
Επίγνωση της οικονομικής κατάστασης της ΔΕΗ έχουν όλοι όσοι χρειάζεται να έχουν. Όπως και του γεγονότος ότι επειδή είναι πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει, κανείς, με πρώτες τις τράπεζες, δεν θα την αφήσει να σκάσει. Διότι σε μια τέτοια περίπτωση, θα συμπαρέσυρε από τις τοπικές κοινωνίες σε Μακεδονία και Αρκαδία που ζουν από αυτήν, έως χιλιάδες επιχειρήσεις και ευάλωτους καταναλωτές που ουδείς άλλος θα τους έδινε ρεύμα, και από τη βιομηχανία έως την ίδια οικονομία και τη χώρα, όπως συνέβη σε αντίστοιχες περιπτώσεις χρεοκοπίας του ενεργειακού κλάδου, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αργεντινή.
Απλώς, όπως ακριβώς η ελληνική οικονομία θα διέπεται μετά τον Αύγουστο από ένα μηχανισμό «ενισχυμένης εποπτείας» συνδεδεμένο με μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία θα χάνει σε κάθε παρεκτροπή, έτσι και η ΔΕΗ θα δεθεί με το δικό της μνημόνιο.
Το χρώμα του χρήματος
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η τελευταία φορά που η ΔΕΗ είδε το χρώμα των αγορών ήταν η 30η Απριλίου 2014, όταν και είχε καταφέρει να αντλήσει 700 εκατ. ευρώ, με επιτόκια 4,5% και 5,5%, επίπεδα δυσεύρετα για την εποχή, γι' αυτό και προσέλκυσαν τόσο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Σήμερα βρισκόμαστε περίπου σε μια παρόμοια φάση με το 2014, αλλά η ΔΕΗ δεν μπορεί να βγει στις αγορές. Τόσο επειδή αυξάνονται τα επιτόκια, όσο και επειδή θα διακινδύνευε να πετύχει κόστος χρήματος ακριβότερο από εκείνο προ τετραετίας. Στην τελευταία της αξιολόγηση, η S&P την βαθμολόγησε με CCC, δηλαδή 8 βαθμίδες κάτω από το όριο για να βγει από την κατηγορία junk, και φυσικά χαμηλότερα από το Ελληνικό Δημόσιο. Σημειωτέον ότι το CCC σημαίνει επίσης «Extremely Speculative», δηλαδή 3 βαθμίδες πάνω από τη χρεοκοπία.