Ήταν 27 Απριλίου 2010 όταν η S&Ps αποφάσισε να υποβαθμίσει το Ελληνικό χρέος σε «σκουπίδι» (junk). Από τότε έχουν περάσει ακριβώς 13 χρόνια και δυστυχώς το ελληνικό χρέος υπολείπεται όλων των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας είναι (και ευτυχώς) μια από τις προτεραιότητες της τωρινής κυβέρνησης. Μια θετική εξέλιξη θα αποφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα όσων αφορά τη δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διαπραγματεύεται στις διεθνείς αγορές.
Επιχειρήσεις και νοικοκυριά αναμένεται επίσης να ωφεληθούν από μια αναβάθμιση. Θεωρώ ωστόσο ότι είναι ανάγκη να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε δύο ερωτήματα όσων αφορά τα μηνύματα που λαμβάνουμε από τους βασικούς διεκδικητές της εξουσίας.
Θα πρέπει να επιδιώκουμε την επενδυτική βαθμίδα ή ένας τρίτος δρόμος είναι εφικτός;
Παραφράζοντας μια δημοφιλής έκφραση της προεκλογικής εκστρατείας και των δυο μεγάλων κομμάτων, σε αυτήν την προσπάθεια να αναβαθμιστεί το δημόσιο χρέος πρέπει να μετρήσουμε αν μας βγαίνουν τα «λεμονιά» και όχι τα «κουκιά».
«Η αγορά για λεμονιά» είναι μια πανίσχυρη οικονομική θεωρεία που δημοσιεύθηκε το 1970 από τον Νομπελίστα οικονομολόγο George Akerlof και αναφέρετε στην έννοια της ασύμμετρης πληροφόρησης στις αγορές.
Η θεωρία είναι απλή: ας υποθέσουμε ότι οι αγοραστές στην αγορά μεταχειρισμένων αυτοκίνητων αξιολογούν ένα αυτοκινήτου υψηλής ποιότητας (το «ροδάκινο») για €1000 και ένα χαμηλότερης ποιότητας (το «λεμόνι») για €500.
Αν οι αγοραστές μπορούν να διακρίνουν τα ροδάκινα από τα λεμόνια, η αγορά μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα και χωρίς την ανάγκη για μια εξωτερική αξιολόγηση της αξίας των αυτοκινήτων.
Στην πραγματικότητα όμως, οι πωλητές έχουν περισσότερες πληροφορίες από τους αγοραστές και ξέρουν ποτέ ένα αυτοκίνητο είναι καλής ποιότητας (ροδάκινο) και ποτέ όχι (λεμόνι).
Σε αυτήν τη ρεαλιστικότερή περίπτωση, οι αγοραστές δεν είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν τα ροδάκινα στην πραγματική τιμή τους (€1000) και μόνο οι πωλητές λεμονιών είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν. Με λίγα λογία, χωρίς ένα σύστημα εξωτερικής αξιολόγησης, η αγορά μπορεί να καταρρεύσει από τη στιγμή που οι αγοραστές έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στη φερεγγυότητα του πωλητή.
Οι οίκοι αξιολόγησης είναι χρήσιμοι καταρχήν για τους αγοραστές του δημοσίου χρέους από τη στιγμή που δίνουν μια γενικά ακριβής αξιολόγηση του δημοσίου χρέους. Είναι όμως χρήσιμοι και για τις αξιόπιστες οικονομίες δίνοντας τους την ευκαιρία να πουλάν το χρέος τους σε αρκετά χαμηλά επιτόκια (τα ροδάκινα της αγοράς).
Η απάντηση είναι επομένως προφανής. Μια κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν είναι ένα «αναγκαίο κακό» αλλά πολύ περισσότερο διαμεσολαβητές πληροφοριών θα βάλει την επενδυτική βαθμίδα στην κορυφή των προτεραιοτήτων της την τετραετία που έρχεται.
Η επενδυτική βαθμίδα είναι κάτι κεκτημένο ή κατακτάτε;
Μια μεγάλη παρανόηση όσων αφορά τη διαδικασία αξιολόγησης από τους οίκους αξιολόγησης είναι ότι κάθε βαθμίδα αντανακλά την προηγουμένη απόδοση της ελληνικής οικονομίας. Η αλήθεια είναι όμως πολύ διαφορετική.
Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες όπως η πορεία του δημοσίου χρέους, το έλλειμμα ή πλεόνασμα του προϋπολογισμού, την πορεία των μεταρρυθμίσεων αλλά προφανώς και την πολιτική κατάσταση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι χρήσιμοι για ένα σημαντικό λόγο: μπορούν, σε ένα βαθμό και σε συνάρτηση με άλλους παράγοντες, να προβλέψουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον.
Οι οίκοι αξιολόγησης, οι χρηματιστηριακές αγορές, οι οικονομικοί αναλυτές αλλά και οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την προηγούμενη πορεία μια οικονομίας. Αντίθετα, το ενδιαφέρον πρέπει να είναι αποκλειστικά στη μελλοντική πορεία της.
Έτσι, ακριβώς όπως και στις επενδύσεις αμοιβαίων κεφαλαίων «η προηγούμενη απόδοση δεν αποτελεί εγγύηση για μελλοντική απόδοση», έτσι και οι οίκοι αξιολόγησης κοιτάν στο παρελθόν για μια πρόβλεψη για το μέλλον.
Η αβεβαιότητα όσων αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας που μπορεί να προέλθει από την εκλογική διαδικασία δε βοηθάει την ελληνική οικονομία να ανακάμψει. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι να κατανοήσουμε ότι κάνεις οίκος αξιολόγησης δε θα είναι διατεθειμένος να χαριστεί σε μια νέα κυβέρνηση που θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια τη φερεγγυότητα της αξιολογικής διαδικασίας (που είναι ήδη σε κρίση προφανώς).
Μπορεί κάποιοι να διατείνονται ότι έχουν προβλέψει για κάθε ενδεχόμενο αλλά ας ελπίσουμε ότι το εκλογικό σώμα θα κατανοήσει σύντομα ότι απλώς αναμασούν corn flakes με ημερομηνία λήξης το 2015!
Στις κάλπες ας θυμηθούμε: Garbage in, garbage out.
*Ο Θάνος Βερούσης είναι Reader in Finance στο University of Essex. Έχει εξειδίκευση στα συμπεριφορικά χρηματοοικονομικά και έχει δημοσιεύει εργασίες στη συμπεριφορική χρηματοοικονομική και στη μικροδομή των χρηματοοικονομικών αγορών. Στο παρελθόν έχει συνεργαστεί με τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι εμπνευστής και δημιουργός του puzzled.gr, της πρώτης σειράς δωρεάν διαδραστικών σεμιναρίων χρηματοοικονομικής ευημερίας στην Ελλάδα.