Του Γιώργου Φιντικάκη
«Καθεστώς ειδικού αγοραστή» στην αγορά ακινήτων, σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος θέλει να αποκτήσει ένα ακίνητο όσο-όσο, ακόμη και πολύ πάνω από την τρέχουσα εμπορική του αξία, επειδή θεωρεί ότι αυτό έχει στοιχεία μοναδικότητας.
Τέτοιες ακριβώς εκτιμήσεις είχε παραγγείλει το 2017 από τρεις εταιρείες, τη Σαμαράς & Συνεργάτες, την Attica bank Properties, και την Flexice, η προηγούμενη διοίκηση της ΔΕΠΑ, εν γνώση των συναρμοδίων υπουργών της κυβέρνησης. Στόχος ήταν ο επαναπροσδιορισμός της αξίας των ακινήτων της Ελληνικά Λιπάσματα (Elfe) στο Καλοχώρι Καβάλας και στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, τα οποία η ΔΕΠΑ ήθελε να αγοράσει, προκειμένου να τα συμψηφίσει με τα χρέη της πρώτης προς αυτήν, που τότε έφταναν στα 90 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο για απιστία, πρώην επικεφαλής της ΔΕΠΑ Θ. Κιτσάκο, σκοπός της κίνησης ήταν να επανυπολογιστεί η αξία των ακινήτων της Elfe. Κι αυτό, καθώς σε παλαιότερη μελέτη που είχε εκπονηθεί την περίοδο 2010-2011 για λογαριασμό της ΔΕΠΑ από την American Appraisal, όταν και είχε τεθεί ξανά θέμα αγοράς τους, αυτά είχαν σύμφωνα με την «Καθημερινή», αποτιμηθεί σε μόλις 8-9 εκατ. ευρώ. Τότε όμως, πάντα κατά τον κ. Κιτσάκο, δεν είχε προσμετρηθεί η υπεραξία των ειδικών αδειών που έκτοτε απέκτησαν, όπως π.χ. η άδεια Sevezo στο ακίνητο του Καλοχωρίου, που σημαίνει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως σταθμός υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Τούτο τουλάχιστον υποστηρίζει ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Διότι σύμφωνα με την άλλη ανάγνωση, ο κ. Κιτσακος είχε ως μοναδικό του σκοπό να «φουσκώσει» την εμπορική αξία των ακινήτων της Elfe, ώστε να μπορεί να πείσει τα μέλη του Δ.Σ. της ΔΕΠΑ ότι πρόκειται για μια άκρως συμφέρουσα αγορά, αφού ισούται με τα περίπου 90 εκατ. ευρώ που της χρωστούσε εκείνη την εποχή η πλευρά Λαυρεντιάδη. Δύσκολα μπορεί κάποιος να βρει άλλο λόγο για τον οποίο έπρεπε η ΔΕΠΑ να αγοράσει πάση θυσία δύο ακίνητα, όπου το μεν στα Διαβατά δεν ανήκε στην Elfe, παρά της είχε παραχωρηθεί από το Δημόσιο, όσο για εκείνο στο Καλοχώρι ήταν προσημειωμένο από τις τράπεζες και δεσμευμένο από την Αρχή Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματική Δραστηριότητα. Το ίδιο εξάλλου ίσχυε και ισχύει για όλα τα ακίνητα της Elfe.
Παρ' όλα αυτά η ΔΕΠΑ, με εντολή του κ. Κιτσάκου, πλήρωσε κάποιες χιλιάδες ευρώ σε μελέτες τρίτων εταιρειών, προκειμένου να εκτιμήσουν τα ακίνητα τόσο για κλασική εμπορική αξιοποίηση, όσο και με καθεστώς ειδικού αγοραστή.
Και κάπως έτσι τα «ακίνητα Λαυρεντιάδη», ενώ το 2010-2011, αποτιμώνταν λίγο κάτω από τα 9 εκατ. ευρώ, το 2017 εμφανίστηκαν να αξίζουν… 10 φορές πάνω, και συγκεκριμένα κοντά στα 90 εκατ. ευρώ, όσο και το χρέος της Elfe προς τη ΔΕΠΑ.
Και όλα αυτά συνέβαιναν, το 2017, σε μια ύποπτη δηλαδή περίοδο για την Elfe, όπου η πλευρά Λαρευντιάδη είχε αφήσει την εταιρεία «κουφάρι», μεταφέροντας παραγωγή και εργαζόμενους σε τρίτες εταιρείες, δηλαδή απογυμνώνοντάς την, ακριβώς για να μπορεί να επικαλεστεί αδυναμία εξόφλησης του τεράστιου προς τη ΔΕΠΑ χρέους της.
Οι πολλές αντιφάσεις
Είναι πολλές οι αντιφάσεις των πρωταγωνιστών στην υπόθεση ΔΕΠΑ-Λαυρεντιάδης. Όπως για παράδειγμα ότι ο ίδιος ο κ. Κιτσάκος, έχει παραδεχτεί στη συνέντευξη που παραχώρησε στους δημοσιογράφους, (13/11/2018), ότι με το που ανέλαβε στη ΔΕΠΑ, το Δεκέμβριο του 2015, οι τράπεζες του κατέστησαν σαφές ότι δεν υπάρχει το οποιοδήποτε ενδεχόμενο ανταλλαγής ακινήτων με χρέη, καθώς αυτά ήταν προσημειωμένα. Όπως επίσης ότι τον Ιούλιο του 2016, παρ'' ότι «ενημερώθηκε» (το έχει υποστηρίξει ο ίδιος), ότι τα ακίνητα της Elfe όχι μόνο είναι προσημεωμένα, αλλά και δεσμευμένα από την Αρχή Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματική Δραστηριότητα, εντούτοις εκείνος συνέχισε καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια της διετίας 2016-2017, τις προσπάθειες να τα συμψηφίσει με χρέη.
Είναι αναμφίβολα η πιο σκοτεινή πτυχή της υπόθεσης το θέμα των ακινήτων, το οποίο η κυβέρνηση προφανώς και γνώριζε, όπως δείχνουν τα emails που αποκάλυψε το «ΒΗΜΑ» ότι είχε ανταλλάξει ο κ. Κιτσάκος με τουλάχιστον τρεις υπουργούς, άμεσα ή έμμεσα μέσω των συνεργατών τους.
Στο πρώτο από τα emails (21/1/2017), ο κ. Κιτσάκος ενημερώνει συνολικά για τα χρέη της Elfe τον συνεργάτη του κ. Δραγασάκη, και συντονιστή του ΚΥΣΟΙΠ, Δ. Κοντοφάκα. Το δεύτερο (24/2/2017) απευθύνεται μεταξύ άλλων στο Στέλιο Αποστόλου, διευθυντή του γραφείου του υπ. Επικρατείας Α. Φλαμπουράρη, ενώ το τρίτο και πιο αποκαλυπτικό (28/4/2017), έχει αποκλειστικά ως αντικείμενο το ζήτημα «χρέη-ακίνητα», και αποδέκτες του είναι τόσο ο κ. Αποστόλου, όσο και ο Μιχάλης Νικολακάκης, διευθυντής του γραφείου του υπ. Ενέργειας Γ. Σταθάκης.
Σε αυτό, ο κ. Κιτσάκος αναφέρεται αναλυτικά στο σχέδιο ανταλλαγής ακινήτων, σημειώνει πως έχει συζητηθεί με το Σταθάκη, και ότι ο υπουργός φέρεται να ζητά «να υπάρξει επιχειρηματικό σχέδιο για τη περίπτωση τυχόν αξιοποίησης του ακινήτου στο Καλοχώρι». Άρα το σχέδιο ανταλλαγής ήταν σε πλήρη γνώση της κυβέρνησης, ανεξάρτητα αν τελικά αυτό δεν προχώρησε, όπως έχει δηλώσει ο κ. Σταθάκης, για λόγους που σχετίζονται λιγότερο με κυβερνητική παρέμβαση, και περισσότερο με τις σφοδρές αντιρρήσεις που συνάντησε από τους μετόχους της ΔΕΠΑ, δηλαδή τα ΕΛΠΕ και το ΤΑΙΠΕΔ.
Σε εκείνο μάλιστα το email, ο κ. Κιτσακος φέρεται να προτείνει ως «βιώσιμη λύση» την υπογραφή του περίφημου Μνημονίου Συνεργασίας (MoU) ανάμεσα στη ΔΕΠΑ και στην Elfe, βάσει του οποίου και θα τακτοποιούνταν η συνολική οφειλή, που τότε κυμαίνονταν σε λίγο πάνω από τα 90 εκατ. ευρώ. Το μοντέλο Κιτσάκου ήταν το εξής: Ποσό 65-71 εκατ. ευρώ του συνολικού χρέους, θα ρυθμίζονταν δια της μεταβίβασης στη ΔΕΠΑ των δύο βιομηχανικών ακινήτων της Elfe, (το ένα 52 στρεμμάτων στο sea access terminal Καλοχωρίου και το άλλο 193 στρεμμάτων στα Διαβατά). Έπειτα, ποσό 17 με 18 εκατ. ευρώ που αφορούσε ισόποσες χρεώσεις τόκων υπερημερίας των τελευταίων ετών, θα διαγράφονταν μέσω «κουρέματος», και τέλος 3 με 10 εκατ. ευρώ θα ρυθμίζονταν μέσω ισόποσων δόσεων σε 18-24 μήνες εντόκως.