Δίχως πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό και αγορές κεφαλαίων
Shutterstock
Shutterstock
Mικρομεσαίες επιχειρήσεις

Δίχως πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό και αγορές κεφαλαίων

Διαβάζοντας τη συνέντευξη της καθηγήτριας Αναστασίας Γιακουμέλου, στον Νικόλα Ταμπακόπουλο, για τις ελληνικές τράπεζες, την προσοχή μου τράβηξαν δυο διαφορετικές διαπιστώσεις. Η πρώτη είναι πως δεν έχουμε capital markets ώστε να κάνουν σοβαρό ανταγωνισμό στις τράπεζες. Και η δεύτερη είναι πως διαθέτουμε έναν οικονομικό ιστό που δεν στηρίζεται σε πολυεθνικές εταιρείες, οπότε το βάρος πέφτει στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ωστόσο, αυτή η ομάδα των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων που συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε σαν «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας ασφυκτιά. Η ασφυξία απεικονίζεται στη συμμετοχή των ΜμΕ στη συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας της χώρας. Έτσι το 2009 πριν ξεσπάσει η κρίση του Δημοσίου Χρέους, η προστιθέμενη αξία των ΜμΕ βρισκόταν στα 55 δισ. ευρώ και των μεγάλων επιχειρήσεων στα 20,6 δισ. ευρώ. Στον πυρήνα της κρίσης το 2014 η προστιθέμενη αξία των ΜμΕ είχε υποχωρήσει στα 26,6 δισ. ευρώ και των μεγάλων επιχειρήσεων στα 16,4 δισ. ευρώ. Σήμερα παρά τον έντονο αναπτυξιακό κύκλο που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, η προστιθέμενη αξία των ΜμΕ βρίσκεται στα 37,8 δισ. ευρώ και των μεγάλων επιχειρήσεων στα 26,9 δισ. ευρώ.

Τι διαπιστώνουμε δηλαδή; Πως ενώ η εξέλιξη της προστιθέμενης αξίας των μεγάλων επιχειρήσεων ήταν ανοδική κατά +30% από το 2009 μέχρι σήμερα, η αντίστοιχη εξέλιξη της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ ήταν πτωτική κατά -32,7% στο ίδιο χρονικό διάστημα. Με δυο λόγια οι ΜμΕ δεν έχουν καταφέρει να αντισταθμίσουν τις απώλειες της περιόδου από το 2009 και έπειτα, αλλά ούτε να εκμεταλλευτούν την ισχυρή ανοδική αναπτυξιακή τάση της τελευταίας τριετίας.

Παρ’ όλη αυτήν την αρνητική εξέλιξη της πορείας των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι ΜμΕ εξακολουθούν να παράγουν το 56% της προστιθέμενης αξίας της εγχώριας οικονομίας. Και να απασχολούν το 83,5% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα της χώρας.

Πώς εξηγείται όμως αυτή η υποχώρηση και μη επανάκαμψη των ΜμΕ, που τις οδηγεί σε ασφυξία, παρ’ όλο που εξακολουθούν να στηρίζουν σε τόσο σημαντικό βαθμό την οικονομία;

Κατά πρώτον, από τον προσανατολισμό των ΜμΕ, που εστιάζουν στην παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό και όχι στην είσοδο σε ισχυρούς και δυναμικούς κλάδους με βιώσιμη προοπτική, όπως είναι η για παράδειγμα η μεταποίηση ή σε κλάδους με εξαγωγικό χαρακτήρα. 

Και κατά δεύτερον, εξηγείται από την περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό και την αδυναμία πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές και στις εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης. Και μάλιστα, το 16% των ελληνικών ΜμΕ αναφέρουν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση ως το σημαντικότερο πρόβλημά τους. Ένα ποσοστό υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό, που βρίσκεται σύμφωνα με την Εuropean Bank for Reconstruction and Development στο 7%.

Η κυβέρνηση από την πλευρά της φυσικά και δεν μπορεί να καθοδηγήσει τους μετόχους των μικρών και μικρομεσαίων εταιρειών, στο να επιλέξουν την Α και όχι τη Β δραστηριότητα. Εκείνο που μπορεί να κάνει είναι τα τους δίνει κίνητρα για να συνενωθούν, να συγχωνευθούν και να δημιουργήσουν πιο μεγάλα, πιο συμπαγή, πιο λειτουργικά και πιο αποτελεσματικά σχήματα. Και προς αυτήν την κατεύθυνση προσφέρει συγκεκριμένα φορολογικά κίνητρα. Έτσι ώστε τα νέα σχήματα που θα προκύψουν να διοχετεύσουν τους πόρους που απελευθερώνονται από τις φορολογικές υποχρεώσεις, προς την καινοτομία, την εξειδίκευση και την επιμόρφωση.

Βλέπουμε όμως πως οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να βρίσκονται πολύ χαμηλά και μόλις στην 25η θέση με βάση τον ευωρπαϊκό δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (Digital Economy & Society Index). Το ίδιο συμβαίνει και με τις επιδόσεις, των ελληνικών ΜμΕ και στον άξονα της καινοτομίας. Οι οποίες είναι ιδιαίτερα χαμηλές τόσο σε σχέση με τις ελληνικές μεγάλες επιχειρήσεις, με 31% έναντι 50%) όσο και σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές ΜμΕ, με 1% έναντι 5%, με βάση το European Innovation Scoreboard.

Τι άλλο κάνει η κυβέρνηση; Στην έλλειψη κεφαλαίων και χρηματοδοτήσεων απαντά με τη δημιουργία επιχειρήσεων οι οποίες δεν θα είναι τραπεζικά ιδρύματα αλλά θα κινούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός θα επεκταθεί η δανειοδοτική δραστηριότητα αυτών των νέων εταιρειών και στη στεγαστική πίστη, με επιτόκια που θα κρίνουν οι ίδιες. 

Όμως και αυτές οι μη τραπεζικές εταιρείες ή ακόμα και οι εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων που αναζητούν στόχους προς επένδυση, δεν έχουν τα χρήματα τους για πέταμα. Αν δε δουν συγκεκριμένα επιχειρηματικά σχέδια, καινοτόμα προϊόντα, ικανοποιητικές χρηματοροές, κερδοφόρες προοπτικές, δεν υπάρχει περίπτωση να χρηματοδοτήσουν το παραμικρό. 

Σημασία έχει οι ίδιοι οι μέτοχοι των ΜμΕ, να δουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και να απαντήσουν σε κάποια απλά ερωτήματα, με την όσο το δυνατόν μικρότερη συναισθηματική φόρτιση. 

Ποια είναι η αποτίμηση της επιχείρησης τους σήμερα;

Είναι βιώσιμη η επιχείρηση τους;

Ποια είναι τα περιθώρια ανάπτυξης της;

Τι εγγυήσεις μπορούν να παράσχουν, εάν πράγματι εκτιμούν πως η επιχείρηση τους είναι βιώσιμη και έχει περιθώρια ανάπτυξης;

Οι απαντήσεις που θα δώσουν στον εαυτό τους, είναι οι ίδιες ακριβώς απαντήσεις που θα πρέπει να δώσουν τόσο στους δανειστές τους, όσο και στους χρηματοδότες - επενδυτές τους.