Εξι χρόνια συμπληρώνονται από την αναγγελία του δημοψηφίσματος της 27ης Ιουνίου 2015 για την αποδοχή ή όχι της μνημονιακής σύμβασης και την «Προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους».
Ενα δημοψήφισμα που στην ουσία καλούσε τους Έλληνες πολίτες να αποφασίσουν αν επιθυμούσαν να παραμείνει η χώρα στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση αφού δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι αποπληρωμής των δανείων προς τους δανειστές πέραν των μνημονίων.
Με μεγάλη πλειοψηφία και ποσοστό 61,31% ο ελληνικός λαός ψήφισε «όχι» απορρίπτοντας το σχέδιο των δανειστών.
Κυριολεκτικά σε «νεκρό» χρόνο η απόφαση άλλαξε μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις σε επίπεδο αρχηγών κρατών με τη συμβολή και της τότε εγχώριας αντιπολίτευσης.
Αλλά η ζημιά στην οικονομία είχε γίνει. Όσα ακολούθησαν μετά από εκείνο το βράδυ Παρασκευής είναι μια βαθιά τραυματική ιστορία για την οικονομία.
Οι επαγγελματίες που ζουν από τη χρηματιστηριακή αγορά είδαν το χρηματιστήριο να αναστέλλει τις συναλλαγές για 25 συνεδριάσεις, το μεγαλύτερο διάστημα που έμεινε κλειστό μετά την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών έμεινε κλειστό για 25 ημέρες. Όταν ξανάνοιξε σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση στην Ιστορία κατά 16,23%
Οι τράπεζες έκλεισαν αφού πλέον η ρευστότητα τους είχε εξαϋλωθεί: Τον Ιούνιο του 2015 οι καταθέσεις υποχώρησαν στα 120,8 δισ. ευρώ από 160,3 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2014 όταν και άνοιξε η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την οποία η Ελλάδα οδηγήθηκε σε κοινοβουλευτικές εκλογές τον Ιανουάριο του 2015.
Η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ και τον Έκτακτο Μηχανισμό Χρηματοδότησης (ELA) έφθασε τον Ιούνιο τα 126,6 δισ. ευρώ με τον κίνδυνο όλο αυτό το ποσό να αποτελεί εν δυνάμει κρατικό χρέος στο ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από την Ε.Ε.
Υπό αυτές τις συνθήκες η οικονομία λειτούργησε σε καθεστώς περιορισμών κεφαλαίων από την επομένη της αναγγελίας του δημοψηφίσματος με τους πρώτους μήνες να αποτελούν πραγματικό εφιάλτη για το εμπόριο και τις συναλλαγές.
Τα capital controls που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα το 2015 χρειάστηκαν 50 μήνες για να αποσυρθούν
Χρειάστηκαν 50 μήνες από τον Ιούνιο του 2015 για να κλείσει το κεφάλαιο των capital controls και οι τράπεζες να σβήσουν τον ELA από τους ισολογισμούς τους.
Για να μπορέσουν να φθάσουν σε αυτό το σημείο οι τράπεζες σε μια οικονομία που δεν παρήγαγε καταθέσεις δεσμεύτηκαν να πουλήσουν αξιόλογες συμμετοχές και θυγατρικές, να προχωρήσουν σε συρρίκνωση των σχημάτων τους και να κρατήσουν ψηλά για πολλά χρόνια τα spread δανείων καταθέσεων αφού δεν υπήρχε ουσιαστική δυνατότητα νέων χρηματοδοτήσεων.
Υπό το πρίσμα των νέων πιστωτικών απομειώσεων οι εποπτικές αρχές προχώρησαν σε άσκηση ποιότητας Ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών. Ο λογαριασμός «έγραψε» αθροιστικά 10,1 δισ. ευρώ νέες προβλέψεις για το σύνολο των συστημικών τραπεζών με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε αναγκαστικές ανακεφαλαιοποιήσεις, την εισφορά δηλαδή εποπτικών κεφαλαίων από το μηδέν με την μορφή Αυξήσεων Κεφαλαίου.
Υπό την πίεση της νέας τραπεζικής οδηγίας που θα έμπαινε σε εφαρμογή το 2016 και ήθελε ως τελευταίο καταφύγιο χρηματοδότησης για τους δείκτες φερεγγυότητας το κράτος και προτελευταίο τους καταθέτες, οι ελληνικές τράπεζες υποχρεώθηκαν να ανακεφαλαιοποιηθούν σε εξευτελιστικές τιμές.
Το κυριότερο όλων είναι ότι οι μετοχές που είχε στην κατοχή του ΤΧΣ και αποτελούσαν κάλυμμα για τα δάνεια της ανακεφαλαιοποίησης του 2012 απομειώθηκαν συντριπτικά με αποτέλεσμα να χαθούν κεφάλαια κοντά στα 50 δισ. ευρώ.
Ίσως, το Δημόσιο να μην ανακτούσε ποτέ το σύνολο αυτών των κεφαλαίων, η ανακεφαλαιοποίηση όμως του 2015 άφηνε οριστικά και αμετάκλητα «ορφανά» τα δάνεια του 2012 από καλύμματα που θα μπορούσαν κάποια στιγμή να αποπληρώσουν μέρος αυτών των δανείων.
Η ζημιά αυτή των 50 δισ. ευρώ είναι το άμεσο κόστος της διαπραγμάτευσης του 2015 και όσων ακολούθησαν, το αδιαμφισβήτητο βάρος που επωμίσθηκε η χώρα και δε βασίζεται σε εκτιμήσεις ή υποκειμενισμούς.
Oι μετοχές που είχε στην κατοχή του ΤΧΣ και αποτελούσαν κάλυμμα για τα δάνεια της ανακεφαλαιοποίησης του 2012 απομειώθηκαν συντριπτικά με αποτέλεσμα να χαθούν κεφάλαια κοντά στα 50 δισ. ευρώ.
Η Χρηματιστηριακή Αγορά άνοιξε τελικά στις 3 Αυγούστου, ημερομηνία στην οποία καταγράφεται η μεγαλύτερη πτώση στη σύγχρονη ιστορία του Γενικού Δείκτη: -16,23%.
Η αξιοπιστία του Χρηματιστηρίου Αθηνών βρέθηκε στον ναδίρ για πολλά χρόνια, σε αυτό βέβαια βοήθησε και το φαινόμενο της Folli – Follie απομακρύνοντας επενδυτές με ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Για αρκετό χρονικό διάστημα το Χρηματιστήριο ήταν αποκομμένο από τον έξω κόσμο, οι συναλλαγές γίνονταν μόνο με πιστωτικά και οι επαγγελματίες της αγοράς βίωσαν εκτός από την οικονομική ζημιά –που μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μέρος της δουλειάς- μια έντονη υπαρξιακή κρίση.
«Ξημερώνει μια όμορφη ημέρα» είχε δηλώσει ο τότε ο Υπουργός Επικρατείας κ. Νίκος Παπάς. Θα πρέπει ίσως κάποια στιγμή να μας εξηγήσει για ποιους ξημέρωνε αυτή η όμορφη μέρα.