Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Σχεδόν ανύπαρκτες είναι οι επενδύσεις στην Ελλάδα κάτι που δυσκολεύει την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η κυβέρνηση για ανάπτυξη 2% τα επόμενα χρόνια. Όπως τονίζεται στην έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, η κάμψη των επενδύσεων προβληματίζει, ειδικά όταν οι προοπτικές για διατηρήσιμη μεγέθυνση -περί το 2%- τα επόμενα χρόνια στηρίζονται στο σενάριο ισχυρής ετήσιας αύξησης των επενδύσεων άνω του 10%. Επίσης στην έκθεση τονίζεται ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι επενδύσεις παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο.
Προβληματισμό προκαλεί και η αυξητική τάση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των εκκρεμών επιστροφών φόρων, η διευθέτηση των οποίων αποτελεί σύμφωνα με το δημοσιονομικό συμβούλιο «σημαντική πρόκληση»
Συγκεκριμένα, βάσει της έκθεσης τo ύψος των επενδύσεων υπολείπεται σημαντικά του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού μέσου όρου υποστηρίζει ο κ. Κορλίρας, ενώ είναι χαμηλότερο και σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που εξήλθαν από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής. Ωστόσο, σημειώνει ο Κορλίρας ότι η κάµψη εντός του 2018 οφείλεται αποκλειστικά στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και επενδύσεις για πλοία.
Ανησυχία προκαλεί και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το οποίο το προηγούμενο έτος ανήλθε 5.276 εκατ. ευρώ (2,9% του ΑΕΠ), αυξημένο κατά 2.116 σε σχέση με το 2017 (έλλειμμα 1,8% του ΑΕΠ). Η επιδείνωση αυτή οφείλεται στις αυξήσεις των ελλειμμάτων των ισοζυγίων αγαθών και πρωτογενών εισοδημάτων κατά 2.655 ευρώ και 871 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, οι οποίες μερικώς μόνο αντισταθμίστηκαν από την αύξηση του πλεονάσµατος του ισοζυγίου υπηρεσιών κατά 1.309 εκατ. ευρώ και τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδηµάτων κατά 101 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διαμορφώθηκε στα 22.489 εκατ. ευρώ, με τις εξαγωγές να ανέρχονται στα 32.373 εκατ. ευρώ, αυξηµένες κατά 15,5% σε σχέση με πέρυσι (+4.332 εκατ.), ενώ οι εισαγωγές ανήλθαν σε 54.862 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 14,6% (+6.988 εκατ.).
Η επιδείνωση αυτή του ισοζυγίου αγαθών προέρχεται από την αύξηση των ελλειμμάτων στα ισοζύγια καυσίμων και λοιπών αγαθών κατά 1.463 ευρώ και 1.175 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, καθώς και από τη μικρή επιδείνωση κατά 17 εκατ. ευρώ του ισοζυγίου πλοίων.
Όσον αφορά το ισοζύγιο υπηρεσιών, η αύξηση του πλεονάσματος κατά 1.309 εκατ. ευρώ (+7,3%) οφείλεται κατά κύριο λόγο στη βελτίωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου κατά 1.218 εκατ. ευρώ (+9,6%) και δευτερευόντως στην αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου μεταφορών κατά 632 εκατ. ευρώ (+12,8%). Αντιθέτως, το ισοζύγιο λοιπών υπηρεσιών επιδεινώθηκε κατά 541 εκατ. ευρώ.
Τέλος, οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις διατηρήθηκαν σε σχετικά υψηλό επίπεδο και ανήλθαν στα 3.640 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 442 εκατ. ευρώ σε σχέση µε πέρυσι (+13,8%). Η επίδοση αυτή είναι η υψηλότερη της τελευταίας 12ετίας, αν και οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις παραμένουν χαμηλές ως ποσοστό του ΑΕΠ (περί το 2%).
Σε ότι αφορά την ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,1%, στηριζόμενη κυρίως στην αύξηση της απασχόλησης που συντελέστηκε το 2018 και στην εν γένει βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Στις θετικές εξελίξεις καταγράφεται επίσης η σημαντική άνοδος της αξίας των εξαγωγών κατά 8,7%, η οποία οφείλεται σχεδόν εξίσου σε αύξηση εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (κυρίως τουρισμός). Η αύξηση των εισαγωγών αποδίδεται κατά βάση σε αύξηση των εκροών για υπηρεσίες.
Την ίδια στιγμή, οι συνολικές ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (συμπεριλαμβανομένων των εκκρεμών επιστροφών φόρων) τον Ιανουάριο του 2019 σημείωσαν άνοδο στα 2.068 εκατ. ευρώ οριακά αυξημένες σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, ενώ παρόμοια είναι η μεταβολή που παρατηρείται στο συσσωρευμένο υπόλοιπο ληξιπρόθεσμων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης, στα 1.580 εκατ. ευρώ έναντι των 1.537 εκατ. ευρώ. Σε ετήσια βάση καταγράφεται σημαντική αποκλιμάκωση.
«Παρά τη σημαντική συρρίκνωση του αποθέματος ληξιπρόθεσμων τα τελευταία έτη, δεν κατέστη δυνατή η πλήρης εκκαθάρισή τους, ούτε τον Αύγουστο του 2018 όπως αρχικά είχε τεθεί, αλλά ούτε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2019. Πρόκειται για μία ανοιχτή πρόκληση προς τη δημοσιονομική διαχείριση για το τρέχον έτος», επισημαίνει το ΕΔΣ.
Επιπλέον, αυξητική παραμένει η εξέλιξη των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του ελληνικού Δημοσίου «γεγονός που αποδίδεται τόσο στην σύνθεση του παλαιού ληξιπρόθεσμου κεφαλαίου όσο και στη συνεχιζόμενη υστέρηση των εισπράξεων έναντι των νέων ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων».
?στόσο, τονίζεται ότι «η υστέρηση αυτή συνεχίζει να καταγράφει φθίνοντα ρυθμό, με τις ετήσιες επιδόσεις, τόσο από πλευράς εισπράξεων όσο και από πλευρά δημιουργίας νέου ληξιπρόθεσμου χρέους, να είναι σε υψηλό πενταετίας (2014-2018)».