Για μία ακόμα φορά τους τελευταίους μήνες, η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ενέργειας πέτυχε νέο ιστορικό υψηλό. Για πρώτη φορά, πέρασε τα 50 ευρώ/τόνο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), τιμή κατά 50% μεγαλύτερη από τα επίπεδα των αρχών του χρόνου.
Η άνοδος είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή αν σκεφθούμε πως την άνοιξη του 2020, όταν πολλά εργοστάσια έκλεισαν εν μέσω της πανδημίας, η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 είχε πέσει στα 15 ευρώ/τόνο. Η γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας, σε συνδυασμό με την προώθηση του μεγάλου «Ευρωπαϊκού Πράσινου Σχεδίου» δημιούργησαν αυξημένη ζήτηση για τα δικαιώματα, ενόψει της υιοθέτησης όλο και πιο αυστηρών κανόνων για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Η ζήτηση δεν προήλθε μόνο από βιομηχανίες που δεν έχουν ακόμα μειώσει αρκετά τις εκπομπές CO2 και έχουν ανάγκη να αγοράσουν τα δικαιώματα. Προήλθε και από επενδυτές που δραστηριοποιούνται στα χρηματιστήρια ενέργειας και περιμένουν πως οι όλο και πιο φιλόδοξοι στόχοι στην πορεία προς την απαλλαγή από τον άνθρακα θα ανεβάσουν τις τιμές των δικαιωμάτων ακόμα περισσότερο. Οι κινήσεις τους στην αγορά παραγώγων των χρηματιστηρίων ενέργειας δείχνουν πως περιμένουν μία ακόμα γρήγορη κίνηση προς τα 60 Ευρώ/τόνο, ενώ πολλοί από αυτούς εκτιμούν πως δεν θα αργήσουμε να δούμε και τιμές κοντά στα 100 ευρώ/τόνο.
Οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι μεγάλες κερδισμένες από τη συνεχή άνοδο της τιμής των δικαιωμάτων CO2. Κάθε φορά που μία κυβέρνηση πουλάει, μέσω δημοπρασίας στα χρηματιστήρια ενέργειας, νέα δικαιώματα, βάζει αρκετά έσοδα στα ταμεία της. Τα έσοδα είναι αυτή τη στιγμή σημαντικά, αφού μέσα στο 2020 έφθασαν για τις χώρες τις Ε.Ε. τα 21 εκατομμύρια ευρώ, αλλά θα γίνουν ακόμα πιο αξιόλογα εφόσον οι ιστορικά υψηλές τιμές διατηρηθούν, και ακόμα περισσότερο βέβαια αν επαληθευθούν οι εκτιμήσεις των επενδυτών. Δεδομένου του ότι τουλάχιστον το 50% αυτών των εσόδων πρέπει, με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία, να κατευθυνθεί σε σκοπούς σχετικούς με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, τα αυξημένα έσοδα θα δώσουν τη δυνατότητα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να χρηματοδοτήσουν πιο εύκολα την μετάβαση της οικονομίας της ηπείρου μας προς τον στόχο των μηδενικών καθαρών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Τη χαρά των κυβερνήσεων δεν συμμερίζονται πολλές ευρωπαϊκές βιομηχανίες που βλέπουν το κόστος λειτουργίας τους να μεγαλώνει σημαντικά, μειώνοντας την κερδοφορία τους και την ανταγωνιστικότητά τους απέναντι σε επιχειρήσεις από άλλες περιοχές του κόσμου, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν τις ίδιες επιβαρύνσεις. Βέβαια, ο σκοπός της δημιουργίας της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2, ήταν να αυξήσει το κόστος λειτουργίας των ρυπογόνων επιχειρήσεων της βαριάς κυρίως βιομηχανίας έτσι ώστε αυτές να αναγκαστούν να επισπεύσουν την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας τους και την μείωση των εκπομπών.
Προς το παρόν, οι κυβερνήσεις δεν παρεμβαίνουν, αλλά αν οι τιμές των δικαιωμάτων CO2 συνεχίσουν την άνοδό τους, είναι πολύ πιθανό να δημιουργηθούν πολιτικά προβλήματα που θα τις αναγκάσουν να λάβουν μέτρα. Αν πολλές μεγάλες επιχειρήσεις αρχίζουν πραγματικά να «στριμώχνονται», θα κινδυνεύσουν θέσεις εργασίας, και οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να αδιαφορήσουν. Τότε μπορεί να δούμε κινήσεις όπως η φημολογούμενη επιβολή φόρου στις εισαγωγές προϊόντων από εταιρείες που δεν αντιμετωπίζουν αυτές τις επιβαρύνσεις, ή η με κάποιο τρόπο προσωρινή ενίσχυση των ευρωπαίων «ρυπαντών», με τη μορφή επιδοτήσεων για την επιτάχυνση της απαγκίστρωσής τους από τον άνθρακα.
Οι τιμές των πρώτων υλών και η πράσινη ενέργεια
Και, μια και μιλάμε για τα αυξημένα κρατικά έσοδα από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων CO2, δεν αποκλείεται να φανούν χρήσιμα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εφόσον συνεχιστεί η άνοδος στις τιμές των πρώτων υλών και κυρίως των βασικών βιομηχανικών μετάλλων.
Όπως μαθαίνουμε από τις ανακοινώσεις της Δανέζικης Vestas, που είναι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή εταιρεία κατασκευής τουρμπινών για συστήματα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από αιολική ενέργεια, σύντομα θα αναγκαστεί να αυξήσει τις τιμές των προϊόντων της. Ο λόγος είναι απλός, δεν μπορεί πλέον να απορροφήσει την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και δεν έχει άλλη λύση προκειμένου να κρατήσει τα περιθώρια κέρδους της. Δεν ξέρουμε πόσο θα αυξήσει τις τιμές η Vestas, αλλά φανταζόμαστε πως λογικά δεν θα είναι η μόνη που θα το κάνει. Σύντομα λοιπόν θα ανεβεί το κόστος κατασκευής των αιολικών πάρκων, και αν η αύξηση δεν αποδειχθεί προσωρινή, μπορεί να δούμε κάποια στιγμή ένα μέρος των αυξημένων κρατικών εσόδων από τις δημοπρασίες των δικαιωμάτων CO2 να χρησιμοποιείται από κάποιες κυβερνήσεις προς ενίσχυση της βιομηχανίας κατασκευής αιολικών πάρκων.
Από ανακοινώσεις μίας άλλης μεγάλης ευρωπαϊκής βιομηχανίας, της αυτοκινητοβιομηχανίας Stellantis, που προήλθε από την ένωση της Peugeot με την Fiat Chrysler, βλέπουμε πως το ευρωπαϊκό σύστημα επιβάρυνσης των ρυπογόνων βιομηχανιών μάλλον φέρνει αποτελέσματα. Η Stellantis ανακοίνωσε πως έχει προχωρήσει αρκετά την συμμόρφωσή της στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα και δεν έχει ανάγκη πλέον να αγοράσει δικαιώματα εκπομπής CO2, εξοικονομώντας έτσι περίπου 300 εκατομμύρια Ευρώ για το 2021.
Το ενδιαφέρον είναι πως τα 200 εκατομμύρια θα πήγαιναν στην αμερικανική ανταγωνίστριά της, την Tesla, από την οποία αγόραζε τα τελευταία χρόνια τα δικαιώματα, αφού η εταιρεία του Elon Musk είχε μεγάλο πλεόνασμα δικαιωμάτων, ως πρωτοπόρος της ηλεκτροκίνησης. Αυτό δεν θα πρέπει να ενθουσιάσει τους μετόχους της Tesla, αφού το μεγαλύτερο μέρος των κερδών που έχει πετύχει τα τελευταία τρίμηνα προερχόταν από πωλήσεις δικαιωμάτων CO2, στην Stellantis και άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες.
Μας δείχνει όμως πως η επιθυμία της Stellantis να γλυτώσει από ένα έξοδο 300 εκατομμυρίων ευρώ την οδήγησε πιο γρήγορα στην επίτευξη των «πράσινων» στόχων της. Και μας κάνει να υποθέσουμε πως η συνέχιση της ανόδου για τις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 θα κάνει όλο και περισσότερες εταιρείες να επισπεύσουν τις κινήσεις τους και να συμμορφωθούν πιο γρήγορα προς τις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής πράσινης πολιτικής και του αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής.