Σε αλλαγές στο σχεδιασμό των προγραμμάτων του προχωρά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με στόχο να αποφύγει την επανάληψη λαθών όπως εκείνων που έγιναν στην Ελλάδα, έπειτα από την ανασκόπηση των προγραμμάτων του Ταμείου κατά την περίοδο 2011 έως 2017.
Ειδικότερα, σε έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα απόψε, το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ αναγνωρίζει σοβαρές αστοχίες και παραλείψεις σε αρκετά προγράμματα, με εκτενείς αναφορές σε αυτό της χώρας μας και συγκεκριμένα τις υπεραισιόδοξες μακροοικονομικές εκτιμήσεις, την δυσανάλογη έμφαση στη δημοσιονομική προσαρμογή καθώς και τη λανθασμένη προσέγγιση σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, σύμφωνα με την έκθεση του Ταμείου, η καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους λειτούργησε προς όφελος των ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες κατείχαν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ύψους 50 δισ. ευρώ. Η έκθεση αποφαίνεται ότι το ΔΝΤ ενέκρινε το υψηλότερο δάνειο της ιστορίας του, 30 δισ. ευρώ, παρόλο που δεν μπορούσε να πιστοποιήσει ότι το ελληνικό χρέος ήταν βιώσιμο.
Η έκθεση αναγνωρίζει ακόμα τις υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και εκτιμά ότι εάν οι προβλέψει ήταν πιο ρεαλιστικές θα είχαν πιθανώς σαφέστερες επιπτώσεις στην ανάπτυξη και στη δυναμική του χρέους των εν λόγω χωρών.
Ειδική γίνεται και στην αδυναμία των προγραμμάτων του ΔΝΤ να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, καθώς σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, είδαν τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων να αυξάνεται κατά 10,5% σε μέσο όρο, παρόλο που η χρηματοπιστωτική σταθερότητα συνιστούσε προτεραιότητα των προγραμμάτων.
«Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια άρχισαν να μειώνονται μόνο μετά το τέλος του προγράμματος για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, ενώ μέχρι στιγμής παραμένουν αυξημένα για την Κύπρο και την Ελλάδα, εμποδίζοντας την επανάληψη της πιστωτικής επέκτασης», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.