Στην τελευταία σύνοδο των G20 στη Σανγκάη αναγνώρισαν οι ηγέτες των χωρών τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία, ενώ επισήμαναν πως η ανάκαμψη παραμένει αδύναμη και άνισα κατανεμημένη, αναφέρει ο David Lipton, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η τελευταία εκτίμηση του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία δείχνει για άλλη μια φορά μια αποδυνάμωση. Επιπλέον, οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί περαιτέρω, με την αστάθεια να κυριαρχεί στις χρηματοοικονομικές αγορές, ενώ οι χαμηλές τιμές των βασικών προϊόντων δημιουργούν νέες ανησυχίες για την παγκόσμια οικονομία.
Οι ανησυχίες αυτές εν μέρει τροφοδοτούνται από μια αντίληψη που λέει ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής σε πολλές χώρες έχουν ξεμείνει από λύσεις ή έχουν χάσει την αποφασιστικότητα που είχαν κάποτε για να βρουν καινούργιες.
Σύμφωνα με τον David Lipton, αυτό που χρειάζεται είναι μια τριπλή προσέγγιση μέσω νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών, καθώς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της βάσης και της προστασία από κινδύνους.
Οι ανησυχίες για το παγκόσμιο outlook έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η πτώση των τιμών των μετοχών το 2016 μέχρι στιγμής βρίσκεται κατά μέσο όρο πάνω από το 6%, πράγμα που συνεπάγεται μια απώλεια κεφαλαιοποίησης της αγοράς παγκοσμίως άνω των 6 τρισ. δολαρίων ή 8,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Αυτό είναι περίπου το μισό ποσό από τα 12,3 τρισ. δολάρια απωλειών που είχαν οι ΗΠΑ στο απόγειο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Το πιο ανησυχητικό γεγονός είναι ότι η αποστροφή ανάληψης ρίσκου οδηγεί σε απότομη μείωση στις παγκόσμιες κεφαλαιακές και εμπορικές ροές. Πέρυσι, για παράδειγμα, οι αναδυόμενες αγορές είχαν περίπου 200 δισ. δολάρια καθαρών εκροών κεφαλαίων, σε σύγκριση με τα 125 δισ. δολάρια καθαρών εισροών το 2014.
Ο D. Lipton εκτιμά πως από τις νομισματικές πολιτικές των αρνητικών επιτοκίων που επιλέγονται σε ορισμένες χώρες, περιορίζεται η δυνατότητα τόνωσης της εγχώριας ζήτησης, με αποτέλεσμα η λύση που απομένει να είναι η αποδυνάμωση του νομίσματος και η προσέλκυση της ζήτησης με τρόπους που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να αποφεύγονται (νομισματικός πόλεμος).
Τέλος, ο αξιωματούχος του ΔΝΤ, υποστηρίζει ότι χωρίς μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις θα παραμείνουν ανεπαρκείς οι προοπτικές ανάπτυξης.
Σ'' αυτή την κατεύθυνση, εκτιμά ότι η μείωση των εμποδίων για την είσοδο στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, καθώς αποδίδουν κέρδη βραχυπρόθεσμα.
Επιπλέον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, όπως η μείωση της φορολογίας, μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές κατά τη διάρκεια περιόδων οικονομικής χαλαρότητας, καθώς συνήθως συνεπάγονται κάποιο βαθμό δημοσιονομικής τόνωσης.
Χρειάζεται επίσης προώθηση της καινοτομίας, άρση των εμποδίων για τον ανταγωνισμό, μείωση της γραφειοκρατίας, ενίσχυση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού και περισσότερες επενδύσεις στην εκπαίδευση και την έρευνα. Αυτό είναι το κλειδί για την αύξηση της επιχειρηματικότητας, της παραγωγικότητας και της παραγωγής.