Του Βασίλη Γεώργα
Η εκτροπή της διαπραγμάτευσης τον τελευταίο μήνα από τον βασικό της στόχο που είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, δημιουργεί πλέον αυξημένους κινδύνους για τη χώρα.
Με την επιλογή της να προχωρήσει μονομερώς σε λαοφιλείς παροχές του πλεονάσματος ως απάντηση στις οικονομικά παράλογες απαιτήσεις των δανειστών για πρόσθετα μέτρα, η κυβέρνηση προέβη σε ένα βαρύ σφάλμα στρατηγικής. Άνοιξε ένα αχρείαστο νέο μέτωπο στην πλέον ακατάλληλη στιγμή και προσφέρει ιδανική αφορμή σε όσους η ίδια θεωρεί ότι επιδιώκουν τη χρονοτριβή, να οδηγήσουν τα πράγματα σε εμπλοκή.
Αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν, πότε και με ποιους όρους μπορεί να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, πότε θα ξεκινήσει η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων παρεμβάσεων για το χρέος, πότε θα γίνει η εκταμίευση της δόσης των 6,1 δισ. ευρώ ώστε να πληρωθούν ομαλά οι υποχρεώσεις του 2017, τι είδους έκθεση βιωσιμότητας θα δημοσιεύσει το ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος και αν οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις θα προλάβουν να επωφεληθούν της αναμενόμενης ένταξης των ομολόγων της στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και το Δημόσιο προετοιμάσει έγκαιρα την έξοδο στις αγορές χρήματος. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει επίσης αν αυτή η αβεβαιότητα που αρχίζει και πάλι να επικρατεί, θα επηρεάσει αρνητικά την πραγματική οικονομία φρενάροντας την ασθενή ανάκαμψη που καταγράφεται τα τελευταία τρίμηνα, και ναρκοθετώντας τις παραδοχές στις οποίες στηρίζονται το τρίτο μνημόνιο για το 2017.
Οι ενδοκυβερνητικές τριβές που εκδηλώνονται και η αγωνία που επικρατεί στο εσωτερικό της κυβέρνησης αλλά και στην οικονομία για το αποτέλεσμα αυτής της ριψοκίνδυνης τακτικής, ωθούν κορυφαία κυβερνητικά στελέχη να ομολογούν σε κατ ιδίαν πως «οι στιγμές είναι πιο κρίσιμες από όσο νομίζουμε».
Κανείς, και ειδικά η ίδια η κυβέρνηση που έχει καταβάλει ήδη βαρύ πολιτικό κόστος στις διαπραγματεύσεις για το τρίτο μνημόνιο, δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος από την σημερινή εξέλιξη των πραγμάτων.
Εκτός και αν βαθύτερη επιδίωξη είναι όντως για μικροπολιτικούς λόγους να δημιουργηθούν συνθήκες ανωμαλίας και ρήξης ανάλογες με εκείνες του 2015, είναι παράλογο να πιστεύει οποιοσδήποτε ότι έχουμε την πολυτέλεια να ξεκινήσουμε νέο ανένδοτο κατά των δανειστών χωρίς να υποστεί η χώρα βαριές συνέπειες.
Πολλοί στην κυβέρνηση, του Πρωθυπουργού μη εξαιρουμένου, συμπεριφέρονται το τελευταίο διάστημα ως να έχουν χάσει την ψυχραιμία τους, και αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Στην εξουθενωτική διαπραγμάτευση με τον σκληρό πυρήνα των πιστωτών που έχουν συγκροτήσει το Βερολίνο και το ΔΝΤ, η δημόσια συζήτηση εκφεύγει πλέον των πολιτικών ή οικονομικών επιχειρημάτων. Εστιάζεται σε προσωπικές επιθέσεις και σε «δολοφονίες χαρακτήρων» -με ενδεικτική ίσως περίπτωση την χθεσινή αναφορά Τσίπρα στα «ψυχολογικά προβλήματα» του Β.Σόιμπλε- ή σε προσπάθειες δημιουργίας εικονικών εχθρών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και σε επιθετικούς χαρακτηρισμούς (για «βλακείες των δανειστών» μίλησε χθες ο πρόεδρος της Βουλής Ν. Βούτσης) που δείχνουν ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σε εκείνο το σημείο που αρχίζει να χάνεται ο έλεγχος.
Είναι προφανές πως με τον τρόπο αυτό δεν εξυπηρετείται ο διακηρυγμένος στόχος να κλείσει η αξιολόγηση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αντίθετα τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα όσο η κυβέρνηση πιστεύει ότι μπορεί να διασωθεί εάν εμπλέξει το ελληνικό θέμα στον πολιτικό κύκλο των ισχυρών χωρών της ευρωζώνης, απειλώντας εμμέσως με αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης.
Η προσπάθεια του «έντιμου συμβιβασμού» ναρκοθετείται και καλλιεργείται εντονότερα η εντύπωση πως σκοπός δεν είναι να κάνουμε το άλμα μπροστά, αλλά να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω στην περήφανη διαπραγμάτευση του 2015 που τελικά είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί η χώρα με μεγάλο οικονομικό κόστος.
Αυτό το ρίσκο αναλαμβάνει και πάλι η κυβέρνηση εκτιμώντας με μάλλον αδικαιολόγητη αισιοδοξία, ότι αν τραβήξει το σχοινί θα είναι εκείνη αυτή τη φορά που θα κερδίσει τη διελκυστίνδα με το Βερολίνο και το ΔΝΤ.
Τα δεδομένα, όμως, δείχνουν ότι ο συσχετισμός δυνάμεων στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης των αποφάσεων όπως είναι το Eurogroup, το Euro Working Group, ο ESM κ.α εξακολουθούν να μην ευνοούν τις ελληνικές θέσεις. Η υποστήριξη των συμμάχων της Ελλάδας εξαντλείται προς το παρόν σε προφορικές δηλώσεις στήριξης που πόρρω απέχουν από την ζητούμενη ανατροπή σε επίπεδο ψηφοφοριών.
Και μόνο το γεγονός πως η κυβέρνηση δείχνει να έχει πάρει στα σοβαρά το σενάριο αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, όταν εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται πως το Ταμείο είναι εκείνο που διατηρεί αυτή τη στιγμή τα ηνία της διαπραγμάτευσης θέτοντας μαζί με το Βερολίνο τους όρους του παιχνιδιού, δείχνει πως μπορεί η λάθος εκτίμηση να κοστίσει πολύ ακριβά.