ΕΔΕΥ: Οικονομικά και στρατηγικά οφέλη από την αξιοποίηση αποθεμάτων φυσικού αερίου της Ελλάδας

ΕΔΕΥ: Οικονομικά και στρατηγικά οφέλη από την αξιοποίηση αποθεμάτων φυσικού αερίου της Ελλάδας

«Παρά τις προσπάθειες την τελευταία δεκαετία να αναπτύξει η Ελλάδα βιομηχανία παραγωγής υδρογονανθράκων, εξακολουθεί να μην υπάρχει σαφήνεια αναφορικά με το μέγεθος των δυνητικών αποθεμάτων φυσικού αερίου της χώρας. Η ασάφεια αυτή παραμένει, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι διαθέτουμε αποθέσεις φυσικού αερίου σημαντικής αξίας, που ενδεχομένως να ξεπερνά τα 250 δισ. Ευρώ».

Αυτά ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρίας Υδρογονανθράκων, 'Αρης Στεφάτος, μιλώντας στο 6ο Ενεργειακό Συμπόσιο της Ελληνικής Εταιρείας Ενεργειακής Οικονομίας (HAEE).

«Αντίθετα, πρόσθεσε, γειτονικές μας χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως η Κύπρος, το Ισραήλ και η Αίγυπτος, έχουν εδώ και χρόνια επιτύχει την αξιοποίηση των δικών τους κοιτασμάτων. Είναι καιρός να ολοκληρώσουμε τις γεωλογικές και σεισμικές έρευνες για να αποκτήσουμε την απαιτούμενη σαφήνεια, που θα μας επιτρέψει να τεκμηριώσουμε τις αποφάσεις για το πώς θα προχωρήσουμε», σημείωσε ο κ. Στεφάτος.

Ανέφερε ακόμη ότι ενεργειακοί κολοσσοί όπως η ExxonMobil και η Total Energies, βρίσκονται στη χώρα και είναι έτοιμες να εκτελέσουν τα ερευνητικά τους προγράμματα. «Το κόστος αυτών των ερευνών το αναλαμβάνουν πλήρως οι ενεργειακές εταιρείες, σύμφωνα με τις συμφωνίες αδειοδότησης που έχουν ήδη επικυρωθεί από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να υποστηρίξουμε την επιτάχυνση και ολοκλήρωση αυτών των μελετών», υποστήριξε.

«Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εισαγωγές υδρογονανθράκων και μόνο κόστισαν στην Ελλάδα 150 δισ. Ευρώ την τελευταία δεκαετία, και αυτό ενώ σήμερα η Ευρώπη αντιμετωπίζει επί του παρόντος έλλειψη φυσικού αερίου που έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές του φυσικού αερίου να έχουν αυξηθεί πάνω από 250% από την αρχή του έτους. Αν μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τα αποθέματα φυσικού αερίου της Ελλάδας, θα προσφέρουμε μια τεράστια δυναμική ώθηση - οικονομικής και στρατηγικής φύσης», κατέληξε ο κ. Στεφάτος.