Οι μεγάλες οικονομικές καταστροφές έχουν ιστορικά αποτελέσει την αιτία για την πραγματοποίηση ριζικών αλλαγών σε όλα τα επίπεδα. Η τρέχουσα οικονομική καταστροφή που έχει προκληθεί από τα περιοριστικά μέτρα λόγω του κορονοϊού, θα ξεπεράσει το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής του 1929, με βάση τις εκτιμήσεις των μεγαλύτερων διεθνών οργανισμών.
Και το ερώτημα είναι τι κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ η κρίση του κορωνοϊού βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, το ισχυρότερο οικονομικό κλαμπ του κόσμου βρίσκεται σε πλήρη αδράνεια. Οι «Νότιοι» ζητούν οικονομική βοήθεια χωρίς μνημόνια, και οι «Βόρειοι» ισχυρίζονται ότι οι απαιτήσεις αυτές είναι έωλες διότι οι ενδιαφερόμενοι θα έπρεπε να είχαν δημιουργήσει πλεονάσματα τα προηγούμενα χρόνια για να τα χρησιμοποιήσουν τώρα.
Ο Friedman και άλλοι μεγάλοι οικονομολόγοι, το 2000, είχαν προβλέψει ότι η Ευρωζώνη θα αρχίσει να διαλύεται όταν προκύψει μια μεγάλη κρίση. Η κρίση του 2008 αντιμετωπίστηκε με τα Μνημόνια και την αύξηση του δημόσιου χρέους των αδύναμων χωρών, για να διασωθεί το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Τώρα έχει επανέλθει το ερώτημα εάν μπορεί να επιβιώσει η ΕΕ χωρίς να προχωρήσει σε ένα επόμενο βήμα πολιτικής ενοποίησης, όπως είναι η δημιουργία Υπουργείου Οικονομικών και έκδοσης Ευρωομολόγου. Όλοι κοιτούν προς την Γερμανία που ηγείται της ομάδας των Βορείων. Οι υπόλοιπες χώρες, που αποτελούν το 56% του ΑΕΠ της ΕΕ, συγκροτούν την ομάδα των Νοτίων, στην οποία ηγείται η Γαλλία, και συμμετέχει και η Ελλάδα.
Έφτασε, λοιπόν, η ώρα της κρίσης για την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν παραμείνει μέχρι τέλους η Γαλλία στον συνασπισμό των Νοτίων, η θέσπιση του Ευρωομολόγου θα προκύψει ως ώριμη εξέλιξη στην οικονομική ιστορία της Ευρωζώνης και θα έχει θεαματικά αποτελέσματα στην απογείωση της Ευρωπαϊκής συνείδησης σε όλους τους λαούς της Ευρώπης. Και κυρίως, μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτήσει την πολιτική βούληση της ΕΕ να διεκδικήσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στο παγκόσμιο σκηνικό που θα διαμορφωθεί τις επόμενες δεκαετίες. Στην περίπτωση αυτή, οι μεγαλύτεροι ωφελημένοι θα είναι οι Βόρειοι, αλλά και όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες.
Αντίθετα, εάν επιδιωχθεί ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός που θα οδηγήσει σε μια ad hoc λύση για την διάθεση κάποιων σημαντικών ποσών κεφαλαίων στους Νότιους για να ξεπεραστεί εκ των ενόντων η τρέχουσα κρίση, τότε θα έχει εκκινήσει και επίσημα η διαδικασία σταδιακής αποσύνθεσης της ΕΕ. Διότι η νομοτέλεια των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων που δημιούργησαν την ΕΕ, δουλεύει και αντίστροφα. Επιπλέον, επειδή οι οικονομικές κρίσεις, μικρές ή μεγάλες, δεν πρόκειται να τελειώσουν, θα πρέπει κάποτε να τελειώσει αυτό το θέατρο των ad hoc λύσεων και να θεσπιστούν οι αυτονόητοι δημοσιονομικοί μηχανισμοί που θα συμπληρώσουν την λειτουργία της νομισματικής πολιτικής, όπως συμβαίνει σε όλες τις ομοσπονδίες (ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία, κλπ.).
Η θέση μας είναι ότι το πιθανότερο σενάριο είναι αυτό που προβλέπει ότι οι Γερμανοί θα αποδεχθούν, μεσοπρόθεσμα, τόσο το ευρωομόλογο όσο και την ομοσπονδιακή Ευρωπαϊκή Ένωση. Προηγουμένως, οφείλουμε να αναφέρουμε την οικονομική βάση του σκεπτικού, επειδή ως γνωστόν τα οικονομικά συμφέροντα πάντα διαμόρφωναν και θα συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις παγκόσμιες ισορροπίες δύναμης. Έτσι θα απαντήσουμε και στις εγχώριες «φωνές» που διαπιστώνουν ότι το ευρωομόλογο δεν χρειάζεται, διότι μέσω αυτού οι Νότιοι της Ευρώπης προσπαθούν να επωφεληθούν από τους πλούσιους του Βορρά.
Κατ’ αρχήν, να περιγράψουμε συνοπτικά την βασική οικονομική στρατηγική της Γερμανίας. Το σημείο εκκίνησης είναι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε με την διαγραφή του εθνικού χρέους, τους ατέλειωτους πόρους του Σχεδίου Μάρσαλ, και την συνεχή υποστήριξη των ΗΠΑ λόγω Σοβιετικής Ένωσης, οι Γερμανοί αναπτύσσουν μια καλή ευρωπαϊκή οικονομία. Μέχρι το έτος 2000, τα περιορισμένα πλεονάσματα της Γερμανικής οικονομίας δεν μπορούσαν να επεκτείνουν τον οικονομικό ζωτικό της χώρο, διότι οδηγούσαν σε υψηλότερους μισθούς, σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, και σε ισχυρότερο μάρκο. Μετά την είσοδο στη ζώνη του ευρώ, το 2000, και με την συναίνεση των συνδικάτων, οι μισθοί αυξάνονται με μικρότερους ρυθμούς από αυτούς της παραγωγικότητας, αλλά εξασφαλίζονται οι θέσεις εργασίας. Στην περίοδο 2000-2015, η μεγαλύτερη αύξηση μισθών στην ΕΕ γίνεται στην Ελλάδα και η μικρότερη στην Γερμανία, με αποτέλεσμα η χώρα αυτή να έχει το μικρότερο μοναδιαίο κόστος εργασίας στην ΕΕ και μια πραγματική υποτίμηση του νομίσματος περίπου 15%. Οι εξαγωγές αυξάνουν από το 30% του ΑΕΠ το 2000 σε περίπου 50% το 2015, με το 60% των γερμανικών εξαγωγών να κατευθύνονται στις χώρες της ΕΕ. Μετά το 2000, τα ετήσια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών απογειώνονται και φθάνουν στο 8,5% του ΑΕΠ το 2015, τα μεγαλύτερα στον κόσμο.
Με λίγα λόγια, η δημιουργία της Ευρωζώνης δίνει την δυνατότητα στην Γερμανία να χρησιμοποιήσει το υποτιμημένο μάρκο (ευρώ) ως εργαλείο μεγάλης επέκτασης των εξαγωγών στις χώρες-μέλη της ΕΕ, και στη συνέχεια να συσσωρεύει κολοσσιαία πλεονάσματα, τα οποία χρησιμοποιεί για να εξαγοράσει «ξένα στοιχεία ενεργητικού» και να δανείσει άλλες χώρες (αυξάνοντας τα ελλείμματα των ισοζυγίων πληρωμών των χωρών αυτών). Όταν παρουσιάζεται κάποια κρίση (2008), η Γερμανία προστατεύει τις επενδύσεις της, μετακινώντας το κόστος στις χώρες που έχουν το πρόβλημα, μέσω «μνημονίων».
Η στρατηγική αυτή μπορεί να εξελίσσεται απρόσκοπτα μέχρι του σημείου που δεν καταστρέφει τον ζωτικό οικονομικό χώρο που έχει δημιουργηθεί, δηλαδή την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Επίσης, οι χώρες-μέλη που συμμετέχουν σε μια τέτοια αγορά θα πρέπει να αντισταθμίζουν, εν όλω ή εν μέρει, τις οικονομικές απώλειες που υφίστανται, όπως πράγματι συμβαίνει μέσω των διαφόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Όμως, αυτές οι απώλειες καθίστανται καταστρεπτικές σε περιόδους μεγάλων οικονομικών ή άλλων κρίσεων. Ιστορικά προηγούμενα αποτελούν οι χώρες που έχουν προχωρήσει στη συγκρότηση ομοσπονδιών, ούτως ώστε να ομογενοποιήσουν το οικονομικό περιβάλλον και να διασώσουν την «κοινή αγορά» (περιπτώσεις ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλίας, Γερμανίας, κλπ.).
Επειδή οι οικονομικές συνέπειες του κορωνοϊού θα είναι δραματικές για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, νομοτελειακά θα προκληθούν και ακραίες αντιδράσεις. Οι πιο ακραίες αντιδράσεις θα προέλθουν από την Ιταλία και την Ισπανία και θα έχουν περισσότερο την μορφή της αμφισβήτησης της λειτουργίας της κοινής αγοράς, και λιγότερο την έξοδο από την Ευρωζώνη. Η αμφισβήτηση της κοινής αγοράς αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της ΕΕ, θα αποτελέσει καίριο πλήγμα για το μέλλον της και, επομένως, θα προκαλέσει την αντίδραση της Γερμανίας. Εκτιμάται ότι τότε η Γερμανία θα ενδώσει σε κάποια μορφή Ευρωομολόγου ή/και πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ, για τρεις λόγους.
Πρώτον, η ευρωπαϊκή κοινή αγορά είναι η πιο ώριμη και η μεγαλύτερη του πλανήτη και, επομένως, προσφέρει στη Γερμανία τον ζωτικό χώρο που χρειάζεται για τις εξαγωγές της. Καμία άλλη αγορά (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) δεν έχει το μέγεθος και τις υψηλές προδιαγραφές της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς.
Δεύτερον, το κόστος της έκδοσης του ευρωομολόγου για την Γερμανία θα είναι απείρως μικρότερο από αυτό της διάλυσης της κοινής αγοράς. Η παροχή εγγυήσεων για την έκδοση ευρωομολόγου και η αμοιβαιοποίηση μέρους των εθνικών χρεών δεν θα έχει κανένα ουσιαστικό κόστος για την Γερμανία, διότι από την στιγμή που παρασχεθεί δεν πρόκειται να «τεσταριστεί» από τις αγορές, δεδομένου ότι η συνολική οικονομική ισχύ της ΕΕ είναι η μεγαλύτερη σε όλο τον κόσμο. Αυτό θα ισχύει ακόμα περισσότερο εάν προχωρήσουν και οι υπόλοιποι θεσμοί για την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ. Ακόμα και το κόστος που θα καταβάλει η Γερμανία για τις δημοσιονομικές πολιτικές της Ένωσης, θα είναι μικρότερο από τα οφέλη που θα προκύπτουν, όπως συμβαίνει σε όλες τις Ομοσπονδίες.
Τρίτον, η Γερμανία ηγούμενη της ΕΕ θα έχει, αφενός, επιτύχει την πραγμάτωση του πρωταρχικού εθνικού στόχου της χώρας, και αφετέρου, θα μπορεί πλέον να διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ και την Κίνα για την κατανομή της παγκόσμιας ισχύος στον 21ο Αιώνα.
Επομένως, η Γερμανία θα συνεχίσει να συσσωρεύει πλεονάσματα, μέχρις ότου βρεθεί κάποια ισχυρή χώρα-μέλος να αμφισβητήσει την κοινή ευρωπαϊκή αγορά. Τότε θα ενδώσει στις απαιτήσεις του ιστορικού της ρόλου. Αντίθετα, εκτιμάται ότι είναι μηδαμινές οι πιθανότητες να διαπράξει το ίδιο ιστορικό λάθος για τρίτη φορά στην ιστορία της. Θα ήταν εντελώς παράλογο αυτοί που θα έχουν τα μεγαλύτερα οφέλη μακροπρόθεσμα, να αντιμετωπίζουν τα πράγματα με βραχυπρόθεσμη οπτική.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Χάμπερμας δήλωσε προ ημερών στη Monde ότι: «…ο Μακρόν υποτίμησε ευθύς εξ αρχής τον αρκετά στενόμυαλο εθνικοκρατισμό της καγκελαρίου Μέρκελ…». Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι η κυρία Μέρκελ εφαρμόζει άψογα τον εθνικό σχεδιασμό για την προαγωγή των γερμανικών οικονομικών συμφερόντων. Όταν και οι υπόλοιποι ηγέτες είναι σε θέση να κάνουν το ίδιο για τις χώρες τους, τότε θα δημιουργηθούν οι νέες ισορροπίες και οι προϋποθέσεις για την έναρξη ενός νέου ιστορικού κύκλου για την ΕΕ.
Όσον αφορά την Ελλάδα, αυτή πρέπει να βρίσκεται σταθερά στον πυρήνα των διαβουλεύσεων και να παραμείνει πιστή στην παράταξη που, πολύ σωστά, έχει επιλέξει. Η τρέχουσα κρίση θα προκαλέσει καταλυτικές επιπτώσεις τόσο στις οικονομίες όσο και στα πολιτικά συστήματα. Η χώρα μας πρέπει να βρεθεί για μια ακόμη φορά στη σωστή πλευρά της ιστορίας.