Διαψεύδονται, όπως όλα δείχνουν, οι αρχικές προσδοκίες για ήπια και μικρής διάρκειας ύφεση, καθώς τα νοικοκυριά… μαζεύονται σε περιβάλλον τρομακτικής ακρίβειας, το οικονομικό κλίμα κατά συνέπεια επιδεινώνεται και οι επιπτώσεις των υψηλών επιτοκίων γίνονται ολοένα και περισσότερο αισθητές.
Σύμφωνα με τις νέες εκτιμήσεις, η ύφεση στην Ευρωζώνη μπορεί να διαρκέσει έως και 18 μήνες. Η εξέλιξη αυτή μεταβάλλει σταδιακά τις ισορροπίες στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναφορικά με το πότε πρέπει να σταματήσουν οι αυξήσεις επιτοκίων.
Μία σειρά οικονομικών που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες, προστέθηκαν στα ήδη απαισιόδοξα μηνύματα των τελευταίων μηνών, παρά τις «αντοχές» που έχει επικρατήσει να λέγεται ότι εμφανίζει η οικονομία της Ευρωζώνης. Η αλήθεια είναι ότι η οικονομική δραστηριότητα εξασθενεί τώρα περισσότερο γιατί πολύ απλά οι επιπτώσεις των υψηλών επιτοκίων χτυπούν με διαφορά φάσης. Επιβεβαιώνονται έτσι οι ανησυχίες των χωρών του Νότου που ζητούν εδώ και καιρό στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ μία πιο προσεχτική προσέγγιση στο θέμα των επιτοκίων για να μην πληγεί η ανάκαμψη.
Ο πολύ σημαντικός δείκτης PMI, οι λιανικές πωλήσεις για τον μήνα Μάιο και η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας, είναι τα τελευταία οικονομικά στοιχεία που απογοήτευσαν και πλέον φαίνεται πως η ύφεση που ξεκίνησε στο τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2022, συνεχίζεται έως και σήμερα.
Οι ειδικοί μάλιστα προειδοποιούν ότι βρισκόμαστε στα μισά του δρόμου. Αν έχουν δίκιο, τότε η ύφεση στην Ευρωζώνη θα διαρκέσει όχι δύο τρίμηνα, όπως ανέφεραν οι αρχικές προβλέψεις, αλλά ενάμιση χρόνο, για να τελειώσει τον Μάρτιο του 2024. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν σημάδια που να προμηνύουν ότι η ύφεση μπορεί να είναι εντέλει πολύ πιο βαθιά, άρα και πολύ πιο καταστροφική για την οικονομία, όμως τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Αξίζει να επαναλάβουμε ότι η νομισματική πολιτική λειτουργεί με διαφορά φάσης. Οι επιπτώσεις της γίνονται αισθητές στην οικονομία πολλούς μήνες μετά τις αυξήσεις των επιτοκίων και εμείς μαθαίνουμε για αυτές ακόμη πιο μετά (συνήθως 1-2 μήνες), μέσω των ανακοινώσεων για τους σχετικούς δείκτες.
Έως τώρα, εκτιμάται ότι η πραγματική οικονομία έχει «νιώσει» περίπου το 50% της συνολικής επίδρασης των επιτοκιακών αυξήσεων. Αυτό σημαίνει ότι 9 μήνες μετά την έναρξη της ύφεσης, βρισκόμαστε στα μισά του δρόμου.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων των τελευταίων δεκαετιών είναι δεδομένο πως κάποια στιγμή θα επηρεάσουν σημαντικά τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, συμβάλλοντας κατά συνέπεια στην εξασθένηση του πληθωρισμού. Όμως αυτή τη στιγμή οι κεντρικές τράπεζες εστιάζουν στον περιορισμό της ζήτησης και στη Φρανκφούρτη γνωρίζουν ότι ειδικά σε αυτό το κομμάτι υπάρχει δρόμος μέχρι να δούμε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Ένας ακόμη λόγος που εξασθενεί η οικονομική δραστηριότητα είναι ότι λόγω της ακρίβειας, τα νοικοκυριά φοβούνται και προσπαθούν να περικόψουν όσες περισσότερες δαπάνες μπορούν. Επίσης όσο είναι το χρήμα, τόσο μειώνεται οι επενδύσεις νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και επιδεινώνεται το καταναλωτικό, οικονομικό και επενδυτικό κλίμα.
Στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα έδειξαν ότι το ποσοστό αποταμίευσης ενισχύθηκε στο 14,1% στο α' τρίμηνο του 2023, πολύ κοντά στα προ πανδημίας επίπεδα. Από τότε τα επιτόκια αυξήθηκαν περαιτέρω, το καταναλωτικό κλίμα παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα και οι προσδοκίες αποταμίευσης ενισχύθηκαν. Επομένως, ακόμη και αν το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών αυξηθεί κάπως, αν συνεχίσει να υποχωρεί ο πληθωρισμός, η καταναλωτική δαπάνη θα συνεχίσει την πτωτική της πορεία.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι έχουμε δρόμο μπροστά μας μέχρι να νικηθεί ο πληθωρισμός και να… βγει σε ξέφωτο η ευρωπαϊκή οικονομία. Για την Ελλάδα το σημαντικό είναι ότι η επιδείνωση του κλίματος έρχεται σε μία συγκυρία που αναπτύσσεται με διπλάσιο ρυθμό από την Ευρωζώνη και εμφανίζει τις καλύτερες οικονομικές προσδοκίες. Είναι ένα ακόμη εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσει παράλληλα με την επιστροφή των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων από το νέο έτος.