Οι ομιλίες των αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και των εκπροσώπων άλλων κεντρικών τραπεζών, κατά τη διάρκεια του ετήσιου συνεδρίου της ΕΚΤ που έγινε πριν μία εβδομάδα στην Πορτογαλία, επιβεβαίωσαν κάτι που έχουμε καταλάβει όλοι εδώ και λίγο καιρό: πως η διαδικασία αύξησης των επιτοκίων αναφοράς από τις κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι μόνο αυτών) δεν έχει φθάσει ακόμα στο τέλος της.
Είναι φανερό πως ο διοικητής Πάουελ, η πρόεδρος Λαγκάρντ και οι συνεργάτες τους δεν είναι ακόμα ικανοποιημένοι από την αντίδραση του πληθωρισμού στις συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων και θεωρούν πως είναι πιο ανθεκτικός απ’ όσο μπορούν να ανεχθούν.
Οι επενδυτές, οι αναλυτές και οι οικονομολόγοι θεωρούν σίγουρο πως θα έχουμε και άλλες αυξήσεις μέσα στη χρονιά και οι αγορές έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για έναρξη της αντίστροφης διαδικασίας μέσα στο 2023. Αποδεικνύεται τελικά πως η σιγουριά πως θα δούμε σύντομα το περίφημο Fed Pivot, δηλαδή την απότομη αλλαγή πορεία της Fed, ήταν εκτός πραγματικότητας.
Καθώς λοιπόν οι αγορές προετοιμάζονται για ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα με υψηλά (για τις εμπειρίες των πιο πολλών αναλυτών και επενδυτών) επιτόκια, έχουν πληθύνει οι φωνές που υποστηρίζουν πως στο τέλος τα υψηλά επιτόκια θα γονατίσουν την οικονομία. Θα ήταν βέβαια παράλειψη αν δεν αναφέραμε πως και αυτές οι φωνές ακούγονται εδώ και πολύ καιρό χωρίς στην ουσία να επαληθευθούν. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα πρέπει να τις αγνοήσουμε. Αν έχει δίκιο ο Μπιλ Ντάντλεϊ, σχολιογράφος του «Bloomberg», πρώην επικεφαλής του παραρτήματος της Fed στη Νέα Υόρκη και για αρκετά χρόνια επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs, τότε θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πιο σοβαρά τις συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων πάνω στην πορεία της οικονομίας.
Ο Ντάντλεϊ, ο οποίος από τις αρχές του 2022 επέμενε (και είχε δίκιο) πως η κατάσταση της οικονομίας είναι τέτοια που θα απαιτηθεί πολύ μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων αναφοράς από αυτήν που περίμενε η πλειοψηφία των αναλυτών, ανέφερε σε πολύ πρόσφατο άρθρο του πως σύντομα θα δούμε σημαντική αύξηση στις αποδόσεις των πιο σημαντικών αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Ο Ντάντλεϊ εκτιμά πως οι αποδόσεις αυτές θα ανέβουν τουλάχιστον προς το 4,5%, από 3,85% που είναι αυτές τις ημέρες και θα παραμείνουν εκεί για αρκετό καιρό. Αν συμβεί αυτό, θα πρόκειται για τις υψηλότερες αποδόσεις από το 2007. Ο έμπειρος τραπεζίτης και οικονομολόγος θεωρεί πως η άνοδος των αποδόσεων σε αυτά τα επίπεδα είναι αναπόφευκτη αν θέλουμε πραγματικά να τιθασευτεί ο πληθωρισμός.
Αν λάβουμε υπόψη μας ορισμένες σαφείς ενδείξεις επιβράδυνσης που ήδη δείχνει η αμερικανική οικονομία (όπως ξέρουμε η πορεία της αμερικανικής οικονομίας επηρεάζει πάντα και την αντίστοιχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρέπει να συμπεράνουμε πως αν οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν αλλάξουν σύντομα γνώμη, η οικονομία θα υποστεί σύντομα σημαντικές πιέσεις. Τα οικονομικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν χθες στις ΗΠΑ έδειξαν πως οι περισσότεροι δείκτες που έχουν σχέση με τη μεταποιητική δραστηριότητα βρίσκονται ήδη σε επίπεδο κάτω από 50, κάτι που σημαίνει πως βρίσκονται σε φάση συρρίκνωσης. Αν δεν δούμε σύντομα μία χειροτέρευση στην αγορά εργασίας και ο δομικός πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι ανθεκτικός, θα έχουμε μία κατάσταση κατά την οποία η Fed θα ανεβάσει τα επιτόκια τη στιγμή που υπάρχουν ήδη σημάδια εξασθένησης της οικονομίας.
Εφόσον γίνει αυτό και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων ακολουθήσουν την πορεία που περιμένει ο Μπιλ Ντάντλεϊ, θα αυξηθεί πολύ ο κίνδυνος να δούμε μία απότομη χειροτέρευση στην οικονομία, καθώς το επιτόκιο 4,5% στα δεκαετή ομόλογα είναι κάτι που θα πιέσει πάρα πολλές επιχειρήσεις και θα επαναφέρει σίγουρα και την ανησυχία για το τραπεζικό σύστημα, στις ΗΠΑ και όχι μόνον εκεί.
Θεωρητικά, η πιθανή διολίσθηση της οικονομίας σε κατάσταση ύφεσης, πέρα από πολλές αρνητικές επιπτώσεις, θα έχει και μία παράπλευρη ωφέλεια για τους πολίτες. Λογικά θα μειωθεί ο πληθωρισμός και θα πέσουν οι τιμές των διάφορων προϊόντων εξαιτίας της ελάττωσης της ζήτησης σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Υπάρχει όμως ένας τομέας όπου εκφράζονται αμφιβολίες για το κατά πόσο θα πέσουν πραγματικά οι τιμές: αυτός των τροφίμων.
Αναφερόμαστε σκόπιμα σε πτώση των τιμών και όχι σε μείωση του πληθωρισμού στα τρόφιμα, καθώς η απλή παραμονή των τιμών των τροφίμων και των αγροτικών προϊόντων στα τωρινά επίπεδα που βρίσκονται πολύ παραπάνω από αυτά της άνοιξης του 2021 δεν θα προσφέρει σημαντική ανακούφιση στους πολίτες που έχουν δει τα έξοδα διατροφής να αυξάνονται κατακόρυφα. Η αλήθεια είναι πως αρκετοί ειδικοί συμφωνούν πως η σημαντική πτώση των τιμών των τροφίμων είναι κάτι που δεν περιμένουμε να γίνει σύντομα, σε αντίθεση με ό,τι έχουμε δει να γίνεται στις τιμές των καυσίμων οι οποίες έχουν επιστρέψει σε αρκετά πιο χαμηλά επίπεδα από αυτά του 2022.
Ο βασικός λόγος τον οποίο επικαλούνται όσοι εκτιμούν πως δεν είναι εύκολο να δούμε αρνητικό πληθωρισμό στον τομέα των τροφίμων είναι η σημαντική αύξηση του εργατικού κόστους και η δυσκολία εξεύρεσης εργατικών χεριών. Σε χθεσινό ρεπορτάζ του αγγλικού «Guardian» ανώτατοι αξιωματούχοι των μεγάλων σούπερ μάρκετ του Ηνωμένου Βασιλείου εμφανίστηκαν πολύ επιφυλακτικοί σχετικά με το πότε θα αρχίσουν να εμφανίζονται μειώσεις στις τιμές των τροφίμων και εκτίμησαν πως αυτό σίγουρα δεν θα γίνει μέσα στο 2023.
Εμείς μπορούμε να προσθέσουμε πως ένας άλλος λόγος για τον οποίον θα καθυστερήσει η μείωση των τιμών είναι το γεγονός πως το κόστος των τροφίμων για τους πολίτες δεν άρχισε να αυξάνεται την ίδια στιγμή που άρχισε να ανεβαίνει η τιμή των αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, σε αντίθεση με ό,τι είχε γίνει με τα καύσιμα. Αυτό σημαίνει πως αντίστοιχα θα αργήσουμε να δούμε την πτώση που έχουν σημειώσει στις διεθνείς αγορές αυτά τα προϊόντα. Ελπίζοντας βέβαια πως δεν θα έχουμε αρνητικές εξελίξεις όπως π.χ. σημαντικές ζημιές τη συγκομιδή βασικών αγροτικών προϊόντων εξαιτίας των καιρικών συνθηκών, ή το τέλος του προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την ασφαλή μεταφορά των ουκρανικών δημητριακών και άλλων προϊόντων μέσω της Μαύρης Θάλασσας.
Φυσικά, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως τελικά οι δυτικές οικονομίες θα αρχίσουν να συρρικνώνονται και θα περάσουν σε κατάσταση ύφεσης κάτω από το βάρος των ανεβασμένων επιτοκίων. Εννοείται πως δεν είμαστε βέβαιοι, πιστεύουμε όμως πως έχουν αυξηθεί οι πιθανότητες να γίνει αυτό. Αν γίνει, είναι σίγουρο πως θα δυσκολέψει πολύ τη ζωή των πολιτών, ειδικά αν γίνει αρκετά σύντομα, πριν περάσει αρκετός χρόνος για να δούμε τις τιμές των τροφίμων να κινούνται επιτέλους καθοδικά. Ο συνδυασμός αυτός δεν είναι καθόλου μα καθόλου ευχάριστος, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως οι πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα δεν είναι καθόλου αμελητέες.