Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Η υψηλή φορολογία εισοδήματος έχει τις εξής δυσάρεστες συνέπειες για την οικονομία μιας χώρας: αφαιρεί τα αναγκαία για την ανάπτυξή της κεφάλαια, αποτρέπει την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ενισχύει τη φοροδιαφυγή και δημιουργεί αρνητικά κίνητρα στην εγχώρια παραγωγή.
Υπάρχει μια ακόμη αόρατη στα μάτια των κρατιστών πολιτικών συνέπεια: η υψηλή φορολογία λειτουργεί στην πράξη ως έμμεση επιδότηση της οικονομίας των χωρών που με οικονομική σωφροσύνη επιλέγουν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Ίσως κάποιος να αντιτείνει ότι η χαμηλή φορολογία δεν αποτελεί πανάκεια για την επιτυχία της οικονομικής πολιτικής και δεν είναι η μόνη προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης. Είναι πράγματι σωστό ότι η χαμηλή φορολογία δεν αρκεί από μόνη της για να φέρει οικονομική ανάπτυξη. Η οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας εξαρτάται και από αρκετούς ακόμη παράγοντες, όπως η πολιτική σταθερότητα, το κόστος του χρήματος, η ευελιξία της αγοράς εργασίας, το μέγεθος της γραφειοκρατίας, η ασφάλεια δικαίου κ.ο.κ..
Εάν, όμως, αυτοί οι παράγοντες δεν διαφέρουν ουσιωδώς σε δύο χώρες, τότε, όπως διδάσκει η οικονομική επιστήμη και αποδεικνύει η διεθνής εμπειρία, η οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα στη χώρα με τη χαμηλότερη φορολογία. Είναι συνεπώς η χαμηλή φορολογία αναγκαία και ικανή συνθήκη της ανάπτυξης.
Σε σειρά άρθρων έχω υποστηρίξει τα πλεονεκτήματα που θα επιφέρει στην οικονομία η αντικατάσταση της προοδευτικής κλίμακας της φορολογίας εισοδήματος με έναν και μόνο φορολογικό συντελεστή. Στη φαρέτρα των φιλελεύθερων προτάσεων υπάρχουν όμως και άλλες περισσότερο ριζοσπαστικές προτάσεις? μία από αυτές θα ήταν η αντικατάσταση της φορολογίας εισοδήματος με έναν φόρο επί του δαπανώμενου εισοδήματος.
Η πρόταση είναι επαναστατική, καθώς οι ίδιοι οι πολίτες αποκτούν εξουσία και έλεγχο στην άμεση φορολογία. Η πρόταση είναι επίσης δίκαιη, καθώς δεν φορολογείται το εισόδημα, ο πλούτος δηλαδή που δημιουργεί ο πολίτης για τη χώρα του, αλλά η δαπάνη, ο πλούτος δηλαδή που αφαιρεί κάποιος από τη χώρα του.
Ειδικότερα, κρίσιμη για την οικονομία είναι η αύξηση του εθνικού εισοδήματος και κατ' ακολουθίαν η ενθάρρυνση της αποταμίευσης. Η αποταμίευση παρέχει στις τράπεζες την αναγκαία ρευστότητα, η οποία ζωογονεί την παραγωγή και το εμπόριο και επιτρέπει την άνοδο των ιδιωτικών επενδύσεων. Η αποταμίευση αποτελεί εθνική ευεργεσία. Η θυσία των προσωπικών απολαύσεων, η οποία είναι προϋπόθεση της αποταμίευσης, πρέπει, αν όχι να επιβραβεύεται, τουλάχιστον να μην τιμωρείται μέσω της φορολογίας.
Η ιδέα του φόρου είναι απλή. Ο φορολογούμενος αφαιρεί από το φορολογητέο εισόδημά του τα εισοδήματα που αποταμιεύει σε κινητές αξίες ή σε τραπεζικές καταθέσεις. Φορολογείται μόνο στη δαπάνη του.
Τα οικονομικά αποτελέσματα της καθιέρωσης του φόρου επί του δαπανώμενου εισοδήματος θα ήταν ιδιαίτερα θετικά στην ανάπτυξη της οικονομίας, στην αύξηση των εσόδων του κράτους και στη μείωση της φοροδιαφυγής? θα μπορούσε κανείς να προσδοκά αντίστοιχα με αυτά που επέφερε πριν από μισό αιώνα περίπου ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας.
Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της αντικατάστασης του φόρου εισοδήματος με τον φόρο επί της δαπάνης είναι η καθιέρωση της αρχής της ελεύθερης επιλογής και στη φορολογία. Ο φορολογούμενος επιλέγει το ποσό στο οποίο θα φορολογηθεί και είναι αυτός πλέον που ελέγχει τη γραφειοκρατία του υπουργείου Οικονομικών.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 4ης Ιανουαρίου 2019