Του Βασίλη Γεώργα
Σε θολό τοπίο και με τεχνητά διογκωμένες προσδοκίες από ελληνικής πλευράς, ξεκινά σήμερα με αφετηρία το Euro Working Group, η συζήτηση για τα μέτρα που θα αναληφθούν προκειμένου να ξεκινήσει η περιβόητη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.
Η κυβέρνηση ενθαρρυμένη από την πίεση που ασκεί το ΔΝΤ και τη δημόσια υποστήριξη του Ευρωπαίου επιτρόπου Pierre Moscovici αλλά και εμφανώς προβληματισμένη από τη δημοσκοπική φθορά που υφίσταται πριν καν εφαρμοστεί η νέα δέσμη εργασιακών αλλαγών, φορολογικών μέτρων και περικοπών στις συντάξεις, επιλέγει τη στρατηγική της εκ των προτέρων καλλιέργειας υπεραισιόδοξου κλίματος για το πρόβλημα του χρέους. Επιλέγει έτσι να επενδύσει αποκλειστικά στο μοναδικό αφήγημα που έχει διαθέσιμο, ελλείψει οποιασδήποτε άλλης ένδειξης ότι το πρόγραμμα που εφαρμόζει, είναι «βιώσιμο».
Ο ίδιος Πρωθυπουργός εντείνει εδώ και λίγες ημέρες σταθερά τη ρητορική του για γρήγορη εκπλήρωση όλων των δεσμεύσεων και για άμεση «λύση» στο θέμα του χρέους, ενώ συνολικά από την κυβέρνηση επιχειρείται να δημιουργηθεί η εντύπωση πως παρά τις καθυστερήσεις εκπλήρωσης των και τις διαφωνίες μεταξύ των πιστωτών, οι δανειστές θα λάβουν και θα εξειδικεύσουν μέσα στο 2016 όλες τις αποφάσεις για τα «βραχυπρόθεσμα», τα «μεσοπρόθεσμα» και τα «μακροπρόθεσμα» μέτρα, ανεξαρτήτως αν η εφαρμογή τους γίνει από το 2018 και μετά. Χθες την εκτίμηση αυτή, ότι θα υπάρξει «λύση πακέτο» στο χρέος, υποστήριξε και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος μετά τη συνάντησή του με τον επικεφαλής του ESM Klaus Regling, χωρίς ωστόσο να γίνει γνωστό σε πιο στάδιο βρίσκεται η όλη συζήτηση.
Η θέση αυτή για εκ των προτέρων προσδιορισμό των μέτρων για το χρέος απέχει πολύ από την άποψη του Βερολίνου, όπως εκφράστηκε χθες από τον Wolfgang Schaeuble ο οποίος αμφισβήτησε ακόμη και την ανάγκη λήψης βραχυπρόθεσμων μέτρων ως το 2018 (σ.σ «τα επιτόκια και οι πληρωμές δόσεων δεν είναι το πρόβλημα για την Ελλάδα»), είναι απόλυτα συντονισμένη όμως με το ΔΝΤ το οποίο ζητά μέτρα πολύ πιο αποδοτικά από όσα εισηγείται ο ESM.
Το εγχείρημα μεταστροφής της συζήτησης στο χρέους δεν είναι άσχετο ούτε με την αβεβαιότητα που υπάρχει σε σχέση με τη δυνατότητα της κυβέρνησης να φέρει σε πέρας τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της 1ης και 2ης αξιολόγησης του μνημονίου, ούτε και με την παρατεταμένη αδυναμία που διαπιστώνεται στην προσπάθεια να «γυρίσει» το παιχνίδι στην ελληνική οικονομία.
Ας ληφθεί υπόψη ότι την ερχόμενη Δευτέρα κατατίθεται στη Βουλή ο πιο αισιόδοξος και ταυτόχρονα ο πιο αμφισβητούμενος προϋπολογισμός στα χρόνια της κρίσης καθώς βασικές παραδοχές του είναι πως το 2017, παρά τα πρόσθετα φορολογικά βάρη και περικοπές ύψους 2,7 δισ. ευρώ που θα εφαρμοστούν, η οικονομία θα καταφέρει να πετύχει τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων 15 χρόνων (+2,7%) και παράλληλα θα είναι σε θέση να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα υπετριπλάσιο του φετινού στόχου, ίσο με 3 δισ. ευρώ ή 1,7% του ΑΕΠ.
Για όποιον εύλογα αναρωτιέται με ποιον τρόπο θα επιτευχθεί αυτό το οικονομικό θαύμα η μοναδική απάντηση που παραθέτει η κυβέρνηση είναι το αφήγημα της αναδιάρθρωσης του χρέους που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να κρίνουν «βιώσιμη» την εξυπηρέτησή του το ΔΝΤ και η ΕΚΤ στο τέλος του έτους ή τις αρχές του 2017, να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, και να μειωθεί έτσι το κόστος δανεισμού και το ρίσκο χώρας ώστε να επανακάμψει στο μέλλον η εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Η λογική της ανάκαμψης με τη συνδρομή της δυναμικής που θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αναδιάρθρωση του χρέους είναι αποδεκτή και από μερίδα των ευρωπαίων πιστωτών οι οποίοι αν και μεταξύ τους συζητούν το ενδεχόμενο να χρειαστεί και 4ο μνημόνιο την περίοδο 2019-2022 ώστε να συνεχιστεί απρόσκοπτα η χρηματοδότηση της Ελλάδας εφόσον δεν μπορεί να αντλήσει το σύνολο των ποσών από τις αγορές, εντούτοις δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να χρεωθούν από τώρα αποτυχία του προγράμματος.
Διαβάστε ακόμα: