Το μέχρι στιγμής σύνολο των αντιδράσεων απέναντι στις αλλεπάλληλες οικονομικές προκλήσεις που οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν εντός της τελευταίας τριετίας έχει καταφανώς ανασυρθεί από τον πολυκαιρισμένο οδηγό κεϋνσιανών πολιτικών για τον μετριασμό κρίσεων.
Δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ότι η ένωση προχωρά γοργά σε μια συνειδητά ασυγκράτητη μεγέθυνση των κρατικών παρεμβάσεων –κι αυτή είναι μια διαπίστωση απαλλαγμένη από ιδεολογικές προκαταλήψεις αφού είναι πλέον πανθομολογούμενη εντός του διεθνούς πολιτικοοικονομικού γίγνεσθαι.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις εγγενώς κρατικίστικες τάσεις που τη διέπουν, έχει εν τω συνόλω υιοθετήσει μέτρα που συνάδουν με κατασπατάληση δημοσίων πόρων. Σχετικά παραδείγματα είναι οι αθρόες προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, η εξασφάλιση με κρατικές εγγυήσεις επιχειρηματικών δανείων, οι επιχορηγήσεις της ενεργειακής κατανάλωσης, κι οι πολλαπλές επενδύσεις σε έργα υποδομών.
Σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι κρατικές δαπάνες εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στο 51% του ευρωζωνικού ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2022 –μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτές αποτελούσαν το 47% του ΑΕΠ στο τέλος του 2019.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η ατίθαση δημοσιονομική γιγάντωση που έχει λάβει χώρα στην ευρωζώνη αρκεί μια σύγκριση με τις ΗΠΑ. Εκεί, αναμένεται ότι οι κρατικές δαπάνες, που βρίσκονταν στο 35% του ΑΕΠ το 2019, θα επιστρέψουν πολύ κοντά στα προπανδημικά επίπεδα, ήτοι στο 37,5%, εντός του 2022.
Μια τέτοια δραστική επέκταση στο κρατικό ξόδεμα έχει προφανή συνεισφορά στην έξαρση του ρυθμού αύξησης των τιμών στην ευρωζώνη. Αυτή η επίδραση αποτυπώνεται στις πρόσφατες μετρήσεις του πληθωρισμού, όπου για το μήνα Νοέμβριο αυτός διατηρήθηκε σε ιστορικά υψηλά, περί το 10,5%, ενώ στις ΗΠΑ σημείωσε πτώση 2% σε σχέση με το επίπεδο του Ιουνίου του 2022.
Αυτή η διακριτή απόκλιση στις πληθωριστικές τάσεις δεν μπορεί παρά να έχει τη ρίζα της στις ολοένα και αυξανόμενες κρατικές παρεμβάσεις. Ενώ είναι αληθές ότι τέτοιες δαπάνες μπορούν βραχυπρόθεσμα να ενεργοποιήσουν αδρανείς οικονομίες, είναι άλλο τόσο γνωστό πως έχουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα μεσομακροπρόθεσμα όταν δε συνοδεύονται από πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγικότητας. Όταν το κράτος αυξάνει τις ίδιες αγορές ή/και διαθέτει κοινωνικές παροχές στους πολίτες, διεγείρει τεχνηέντως τη ζήτηση και παράγει πληθωρισμό εάν η τρέχουσα προσφορά αδυνατεί να ακολουθήσει.
Επίσης, όσο το κράτος παρεμβαίνει στον τραπεζικό τομέα παρέχοντας δημόσια εχέγγυα έναντι των δανείων που χορηγούνται, λειτουργεί ως φορέας ηθικού κινδύνου. Εάν τράπεζες κι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι οι κυβερνήσεις είναι διατεθειμένες να υποστηρίξουν με κρατικό χρήμα τις πιστώσεις, τότε είναι εξαιρετικά πιθανόν να αναπτυχθεί μια ροπή για ανάληψη ρίσκου και χρηματοδότηση μη βιώσιμων επενδύσεων.
Μια τέτοια προβληματική ανακατανομή πόρων σε επισφαλή έργα όχι μόνο αποστερεί ζωτικά κεφάλαια από υποσχόμενα σχέδια εν καιρώ περιορισμένης διαθεσιμότητας χρήματος, αλλά δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για μελλοντική οικονομική αστάθεια, όπως αυτή δύναται να εκδηλωθεί μέσα από μια ραγδαία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ακόμη, η παρατεταμένη ανοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά στην αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας κι Ανάπτυξης, που υπαγορεύει πρωτογενή ελλείμματα του προϋπολογισμού κάτω του 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ, μπορεί να θεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την υπερχρέωση των ευρωπαϊκών κρατών και τη συνακόλουθη επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων.
Ενδεικτικά, το συνολικό χρέος της ευρωζώνης ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από το 83,5% στο 96% μεταξύ 2019 και 2021, με τις εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών να κάνουν λόγο για σταθεροποίηση σε αυτά τα δυσθεώρητα επίπεδα για τα επόμενα 3 με 4 χρόνια. Κι ενώ μια τέτοια χαλαρότητα στα περιθώρια δημοσιονομικής επιβάρυνσης ήταν εν πολλοίς ανεκτή λόγω της πανδημικής κρίσης, πια φαντάζει ακατανόητη καθώς δε συντρέχουν ικανά έκτακτοι λόγοι για τη συνέχισή της.
Εάν ο εκτελεστικός βραχίονας της ένωσης δεν επανενεργοποιήσει σύντομα τον μηχανισμό δημοσιονομικής πειθαρχίας, τότε οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δε θα έχουν λόγο να πάψουν να επεκτείνονται δημοσιονομικά και ο πληθωρισμός θα στερεοποιείται αντί να αποκλιμακώνεται.
Τέλος, φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παραγνωρίζει την αναγκαιότητα άσκησης ομοιογενούς ως προς τη στοχοθεσία οικονομικής πολιτικής, αφού εδώ και καιρό λειτουργεί υπονομευτικά κατά των νομισματικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πασχίζοντας ασθμένως να καλύψει το διάστημα αδράνειας του πρόσφατου παρελθόντος, η ΕΚΤ κλιμακώνει τα βασικά επιτόκια ευελπιστώντας ότι τα ανοδικά κόστη εξυπηρέτησης χρέους, οι ανατιμήσεις του ευρώ, κι οι συρρικνώσεις αξίας πλούτου που θα ακολουθήσουν πρόκειται να αποθαρρύνουν τη ζήτηση.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεδιπλωθεί αυτή η αλληλουχία οικονομικών αποτελεσμάτων είναι τα κράτη-μέλη να μην υποσκάπτουν την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής εφαρμόζοντας αντικρουόμενες πολιτικές δαπανών. Η δυσαρμονία στα δύο οικονομικά μέτωπα απειλεί όχι μόνο να εξαϋλώσει την ήδη αναιμική ανάπτυξη της ευρωζώνης αλλά και να προκαλέσει μια νέα κρίση χρέους, αφού η ΕΚΤ πρέπει πλέον να εντείνει την αύξηση των επιτοκίων περισσότερο από όσο υπολόγιζε για να επιτύχει σταθερότητα τιμών.
Με όρους αμιγώς οικονομικούς και υπό χρονικούς ορίζοντες όχι στενούς, οι αδιάκριτες κι ανεξέλεγκτες κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία έχουν μόνο βραχύβια οφέλη που είθισται να έπονται ζημιών πολύ μεγαλύτερων εκείνων που είχαν σκοπό να επιδιορθώσουν αρχικά.
Παρότι σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, όπως αυτές που διανύουμε σήμερα, είναι ηθικό καθήκον η προστασία κι η στήριξη των ευάλωτων ομάδων, δε θα πρέπει η υποχρέωση αυτή να διαστέλλεται καταχρηστικά για πολιτική κερδοσκοπία. Η θεσμική μνήμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δε δικαιολογεί χειρισμούς που στο όνομα της κοινωνικής αλληλεγγύης θα αγνοούν επιδεικτικά την πρόσφατη οικονομική ιστορία της ηπείρου.