Τα τελευταία χρόνια, οι πανευρωπαϊκές έρευνες της ΕΥ για τις επενδύσεις, αναδεικνύουν τρεις βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά την απόφαση των επιχειρήσεων να επενδύσουν σε μία χώρα: τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού με σύγχρονες δεξιότητες, τη διάχυση των νέων τεχνολογιών και τις πολιτικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Σε αυτό το περιβάλλον, είναι σαφές ότι η μάχη για την προσέλκυση επενδύσεων δεν μπορεί να κερδηθεί αποκλειστικά μέσω της μείωσης της φορολογίας. Ιδιαίτερα την ώρα που οι πρωτοβουλίες για εναρμόνιση των φορολογικών συντελεστών παγκοσμίως (π.χ. BEPS 2.0), αλλά και στην Ευρώπη, κερδίζουν έδαφος, το ύψος της φορολογίας θα πάψει να αποτελεί αποκλειστικό εργαλείο για την ενίσχυση της ελκυστικότητας μίας χώρας.
Ωστόσο, η ύπαρξη ενός σύγχρονου, σταθερού και προβλέψιμου φορολογικού συστήματος εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο για την επενδυτική κοινότητα, ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς, όπως η τεχνολογία, η έρευνα και ανάπτυξη και τα έργα βιώσιμης ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και για το γενικότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις επενδύσεις αυτές.
Σύμφωνα με την τελευταία πανευρωπαϊκή έρευνα της ΕΥ, Attractiveness Survey Europe 2023, η ευθυγράμμιση του ρυθμιστικού πλαισίου με τις ραγδαίες τεχνολογικές και άλλες εξελίξεις και η μείωση του φορολογικού και του ασφαλιστικού κόστους, βρίσκονται μεταξύ των πέντε βασικών προτεραιοτήτων όπου θα πρέπει να εστιάσει η Ευρώπη, προκειμένου να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της ως επενδυτικός προορισμός.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη φορολογία, οι επιχειρήσεις αναφέρουν μία σειρά από παραμέτρους που θεωρούν καθοριστικές κατά τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων. Στην πρώτη θέση μεταξύ αυτών, για το 2023 - από την τέταρτη πριν έναν χρόνο - είναι η ύπαρξη φορολογικών κινήτρων για την έρευνα και ανάπτυξη (39% των συμμετεχόντων).
Το εύρημα αυτό αντικατοπτρίζει την πρόθεση των επιχειρήσεων να ενισχύσουν τη δραστηριότητά τους στην Ευρώπη σε αυτόν τον τομέα τα επόμενα χρόνια, αλλά αποτελεί, ενδεχομένως, και αντίδραση στον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act) στις ΗΠΑ, ο οποίος εισήγαγε σημαντικές εκπτώσεις φόρου για την τόνωση της έρευνας και ανάπτυξης.
Οι επιχειρήσεις θα ήθελαν, επίσης, να δουν έναν μεγαλύτερο βαθμό πραγματισμού και ευελιξίας από τις φορολογικές αρχές (37% των συμμετεχόντων), περαιτέρω ψηφιοποίηση των φορολογικών συστημάτων (37% των συμμετεχόντων), καθώς και ένα προβλέψιμο και σταθερό φορολογικό πλαίσιο. Η δέσμευση των κυβερνήσεων για τη διατήρηση ενός σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος - ακόμα και σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες, όπου ο πειρασμός της ενίσχυσης των δημοσιονομικών εσόδων μέσω της αυξημένης φορολόγησης είναι μεγάλος - μπορεί να έχει μεγάλο θετικό αντίκτυπο στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις.
Η σαφήνεια και η σταθερότητα αποτελούν, επίσης, άλλο μεγάλο ζητούμενο για το ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο. Ιδιαίτερα σε αναδυόμενα ζητήματα, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι φιλικές προς το περιβάλλον «καθαρές» τεχνολογίες, οι επενδυτές αναμένουν σαφή μηνύματα από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η διαμόρφωση του φορολογικού και ρυθμιστικού πλαισίου για την προώθηση των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης, αποτελεί, μεν, σημαντικό εργαλείο για την προσέλκυση επενδύσεων, εγείρει, ωστόσο, και ανησυχίες σε επιχειρήσεις που μπορεί να επωμιστούν δυσανάλογο βάρος ως αποτέλεσμα των αντίστοιχων πολιτικών. Σύμφωνα με την πανευρωπαϊκή έρευνα, 37% των επιχειρήσεων εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ευρώπης μπορεί να μειωθεί στα επόμενα χρόνια εξαιτίας της αυξανόμενης ρυθμιστικής επιβάρυνσης.
Συνεπώς, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να προχωρήσουν με προσοχή και να αναζητήσουν μία ισορροπία μεταξύ της ενίσχυσης της βιώσιμης ανάπτυξης και της επιβάρυνσης των επιχειρήσεων.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, ειδικότερα, η αντίστοιχη έρευνα, Attractiveness Survey Ελλάδα 2023, δείχνει ότι κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση. Σε σχετική ερώτηση, 44% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι η φορολογική πολιτική που ακολουθεί η Ελλάδα, την καθιστά πιο ελκυστικό επενδυτικό προορισμό σε σύγκριση με άλλες χώρες, έναντι 19% που δήλωσαν ότι την καθιστά λιγότερο ελκυστική.
Ωστόσο, 28% των ερωτώμενων ανέφεραν τη μείωση της φορολογίας μεταξύ των τομέων όπου θα έπρεπε να εστιάσει τις προσπάθειές της η Ελλάδα, για να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση. Αντίστοιχα, μεταξύ των επιχειρήσεων που εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα μειωθεί τα επόμενα τρία χρόνια, 42% ανέφεραν ως αιτία την αυξημένη ρυθμιστική επιβάρυνση. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν την ανάγκη για ενίσχυση των προσπαθειών για περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών, τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τους μισθωτούς, άποψη την οποία σταθερά υποστηρίζει η ΕΥ τα τελευταία χρόνια.
Παράλληλα με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τα επίπεδα των χωρών που καλείται να ανταγωνιστεί η Ελλάδα, οι προτάσεις της ΕΥ περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
1. Περαιτέρω βελτίωση του φορολογικού συστήματος, με προτεραιότητα στην ουσιαστική εξυπηρέτηση των φορολογούμενων, με τη χρήση τεχνολογικών εργαλείων.
2. Περαιτέρω εκσυγχρονισμός του φορολογικού πλαισίου, με την αναθεώρηση παλαιότερων, αναχρονιστικών φορολογικών νομοθετημάτων, όπως η φορολογία χαρτοσήμου, ο ειδικός φόρος ακινήτων και η εισφορά 0,6% του ν. 128/1975, σε συνδυασμό με την ορθή ενσωμάτωση ευρωπαϊκών νομοθετημάτων στο εθνικό δίκαιο.
3. Εμπέδωση αίσθησης σταθερότητας και προβλεψιμότητας του φορολογικού πλαισίου, που μπορεί να επιτευχθεί κυρίως μέσω της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής των νόμων.
4. Εκσυγχρονισμός και ψηφιοποίηση των δικαστικών διαδικασιών, με σκοπό τον περιορισμό των χρονικών καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης και την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των φορολογούμενων και του κράτους.
5. Επιτάχυνση του εκσυγχρονισμού, της ψηφιοποίησης και απλοποίησης των διαδικασιών για τη μεταβίβαση των ακινήτων.
6. Περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους (μείωση φορολογίας εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών).
7. Μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής.
Η υλοποίηση των προτάσεων αυτών, δεν θα συμβάλει μόνο στην προσέλκυση επενδύσεων. Αποτελεί και προϋπόθεση για την ενίσχυση της διαφάνειας και την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ Πολιτείας, επιχειρήσεων και φορολογουμένων. Σε ένα περιβάλλον αυξημένων πιέσεων, η εμπιστοσύνη είναι, πλέον, το πολυτιμότερο κεφάλαιο για την οικοδόμηση ανθεκτικότητας και την επιτυχία των αναπτυξιακών πολιτικών.
* O Στέφανος Μήτσιος είναι Partner και Επικεφαλής Φορολογικών Υπηρεσιών της EY Ελλάδος