Έρχεται βαρυχειμωνιά... σαν το καλοκαίρι του 2015

Έρχεται βαρυχειμωνιά... σαν το καλοκαίρι του 2015

Του Βασίλη Γεώργα

Ενάμιση χρόνο μετά το οδυνηρό καλοκαίρι του 2015, όταν η χώρα αποτραβήχτηκε κυριολεκτικά από το χείλος της χρεοκοπίας και της δραχμής με το τρίτο μνημόνιο, βρισκόμαστε και πάλι πολύ κοντά να ζήσουμε στην Ελλάδα το σενάριο της απόλυτης ασφυξίας.

Η άμεση απόρριψη δια στόματος του ίδιου του Πρωθυπουργού της «συμβιβαστικής» πρότασης των δανειστών για προληπτική νομοθέτηση των περικοπών στις συντάξεις και το αφορολόγητο όριο με αντάλλαγμα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, δημιουργεί την πεποίθηση πως στην επόμενη στροφή μετά το σημερινό Eurogroup, παραμονεύει μια μακρά περίοδος «ηρωικών» διαπραγματεύσεων, εντάσεων και βαθιάς οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας.

Ενέχει παράλληλα το ρίσκο να ανοίξει διάπλατα το παράθυρο της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, ένα σενάριο επιθυμητό για την Αξιωματική Αντιπολίτευση, πιθανόν «λυτρωτικό» για τον ΣΥΡΙΖΑ, «αδιάφορο» για τους διεθνείς πιστωτές που έχουν τις δικές τους εκλογικές αναμετρήσεις το 2017, και σε κάθε περίπτωση αβέβαιο ως προς τις επιπτώσεις του.

Παρά τις προσδοκίες ότι το ελληνικό θέμα θα μπορούσε να κλείσει μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, οι δανειστές δείχνουν πως είναι πλέον προετοιμασμένοι για το χειρότερο σενάριο των πολύμηνων καθυστερήσεων, το οποίο είναι σαφές πως δεν εξυπηρετεί τους ίδιους, αλλά πολύ περισσότερο δεν εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα. Να μην υπάρξει δηλαδή καμία συμφωνία τώρα με την Ελλάδα, και όλα να «μετατεθούν» πλέον στην καλύτερη περίπτωση για τον Οκτώβριο – Νοέμβριο του 2017, μετά τις γερμανικές εκλογές.

Το ερώτημα είναι αν και σε τι βαθμό είναι προετοιμασμένη η Ελλάδα να ξαναζήσει μια προμνησία του 2015, να υποστεί τις επιπτώσεις μιας ακόμη χρονιάς σε οικονομική ασφυξία με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την πραγματική οικονομία, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, και τελικά να ελπίζει ότι στο τέλος της ημέρας θα βρεθεί και πάλι όρθια να διαπραγματεύεται ένα «καλύτερο μνημόνιο» με την ευρωζώνη.

Τις προηγούμενες ημέρες έγινε απόλυτα αντιληπτό πως οποιαδήποτε καθυστέρηση πέραν του Φεβρουαρίου θα φέρει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση την «επιβίωση» του ελληνικού προγράμματος και τους δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους που έχουν τεθεί για το 2017. Ελλείψει χρημάτων στα δημόσια ταμεία για διάστημα που δεν ξεπερνά τους λίγους μήνες, η εσωτερική στάση πληρωμών μπορεί να επιδεινωθεί, οι φορολογούμενοι να σταματήσουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, τα κόκκινα δάνεια να ξαναπάρουν την ανιούσα και το δημόσιο να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Στην πραγματικότητα εφόσον η συμφωνία για τον οδικό χάρτη της μετά μνημονίου εποχής δεν κλείσει τώρα, θα μιλάμε για εν τοις πράγμασι κατάρρευση του τρίτου μνημονίου, με αναπάντητο το ερώτημα αν η Ελλάδα θα μπορέσει στο μεσοδιάστημα να αντλήσει χρήματα από την τρέχουσα αξιολόγηση για να αποφύγει την απειλή χρεοκοπίας τον Ιούλιο και να κερδίσει χρόνο.

Οι πιθανότητες για μια συμφωνία – «πακέτο» μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου δεν θεωρούνται αμελητέες.  Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο γίνεται και το σημερινό Eurogroup μετά από μια μακρά περίοδο παρασκηνιακών διαβουλεύσεων με την ελληνική κυβέρνηση, το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Παρίσι και το Βερολίνο που οδήγησαν στο «τελεσίγραφο» της νομοθέτησης μέτρων και στο αντάλλαγμα των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων για το χρέος. 

Η καταφατική απάντηση όμως, αν πρόκειται να προκύψει κάτι θετικό από την σημερινή διάσκεψη των υπουργών Οικονομικών, αμφισβητείται έντονα μετά την απορριπτική στάση της ελληνικής κυβέρνησης επί της πρότασης των δανειστών για νομοθέτηση μέτρων και επιμονή της να επιδιώκει μια «πολιτική απόφαση» για τον περιορισμό των απαιτήσεων του ΔΝΤ.

Ο Πρωθυπουργός χθες στη Εφ.Συν ήταν σαφής απαντώντας στο ευρω-τελεσίγραφο «ούτε ένα ευρώ επιπλέον μέτρα» και το ίδιος ξεκάθαρος ήταν και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με το μήνυμα ότι «δεν συζητάμε κάτι περισσότερο από τον αυτόματο μηχανισμό δημοσιονομικής διόρθωσης».

Όλα δείχνουν πως οδεύουμε για μια πρόσκρουση με τον τοίχο, εκτός αν αποδειχθεί στη συνέχεια πως πρόθεση της κυβέρνησης είναι να εξαντλήσει τα όρια της επικοινωνιακής διαχείρισης του επερχόμενου αδιεξόδου, πριν συνθηκολογήσει τελικά με πρόσχημα την ανάγκη προστασίας των συμφερόντων της χώρας και στο όνομα μιας «τελευταίας θυσίας» πριν την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια το 2018. 

Δεδομένων των όσων θα μπορούσαν να ακολουθήσουν,  αυτό είναι το καλό σενάριο.

Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται, όμως, αντικειμενικά σε μειονεκτική διαπραγματευτική θέση για τρεις λόγους οι οποίοι θα παίξουν ρόλο στην λήψη των τελικών αποφάσεων.

Πρώτον επειδή όλες οι πλευρές που συμμετέχουν στις συζητήσεις έχουν συμφωνήσει για την ανάγκη συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.

Δεύτερον γιατί ακόμη και οι αποκαλούμενοι ως σύμμαχοι της ελληνικής κυβέρνησης (Γαλλία, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κλπ) έχουν αποδεχθεί ως μέρος του ελληνικού συμβιβασμού την προληπτική νομοθέτηση της περικοπής των συντάξεων και της μείωσης του αφορολόγητου ορίου. Συνεπώς η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει να αναμένει σε περαιτέρω πολιτική στήριξη τους εφόσον δεν κάνει αποδεκτούς τους όρους.

Και τρίτον επειδή από τον Μάρτιο και μετά οι πόρτες για μια συνολική συμφωνία για χρέος, πλεονάσματα και αξιολόγηση θα κλείσουν ενόψει του εκλογικού κύκλου στην Ολλανδία, την Γαλλία και την Γερμανία.

Η καλύτερη εναλλακτική που θα απομείνει τότε στην ελληνική κυβέρνηση είναι να προσπαθήσει να ολοκληρώσει έστω και τμηματικά μόνο τη δεύτερη αξιολόγηση ώστε να πάρει τα χρήματα της δόσης (6,1 δισ. ευρώ) και να αποφύγει τον κίνδυνο χρεοκοπίας τον Ιούλιο.

Αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι αυτή θα είναι μια διαθέσιμη επιλογή.