Εάν δούμε το διάγραμμα που απεικονίζει την τροχιά δύο κρίσιμων διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών: του δείκτη DJIA της Νέα Υόρκης και του δείκτη Hang Seng του Χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ, είναι εμφανές ότι οι δύο δείκτες ακολουθούσαν παρόμοια πορεία μέχρι τις 6 Μαρτίου 2021, λίγους μήνες πριν από την κρίση της Evergrade, μιας σημαντικής κατασκευαστικής εταιρείας της Κίνας. Εκείνη την περίοδο, ο δείκτης DJIA βρισκόταν περίπου στις 31.700 μονάδες, ενώ ο Hang Seng στις 30.000.
Από τότε και έπειτα, οι δύο δείκτες άρχισαν να κινούνται διαφορετικά. Ο DJIA σημείωσε ανοδική πορεία και φτάνει σήμερα περίπου στις 39.000 μονάδες, παρουσιάζοντας αύξηση περίπου 17%. Αντίθετα, ο Hang Seng υποχώρησε, βρισκόμενος τώρα στις 18.000 μονάδες, καταγράφοντας πτώση περίπου 45%.
Σημειωτέων ότι μια πτώση 50% χρειάζεται μια άνοδο 100% για να επανέλθει το αρχικό κεφάλαιο πριν την πτώση. Διαγραμματικά επίσης φαίνεται ότι ο Hang Seng δοκιμάζει τώρα μια κρίσιμη στήριξη. Εάν αυτή η στήριξη διασπαστεί, είναι πιθανό να επιδεινωθεί η κατάσταση και στο εγγύς μέλλον να επηρεάσει και τις δυτικές αγορές, οι οποίες δεν θα μπορούν να αγνοήσουν πλέον το πρόβλημα. Η Κίνα αντιμετωπίζει τη δυσμενή κατάσταση της αγοράς στέγης όπου αφορά πάνω από το 30% της οικονομίας της, ένα σημαντικό πρόβλημα στην πραγματική οικονομία της χώρας. Η διάσπαση της στήριξης του Hang Seng στις επόμενες ημέρες θα οδηγήσει σε μια επικίνδυνη κατάσταση.
Η κατάσταση στην Κίνα παρουσιάζει μια κρίσιμη συγκυρία, που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές επενδύσεις σε έργα που αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν βιώσιμες οικονομικές αποδόσεις. Αυτή η υπερεπένδυση εγείρει ερωτήματα σχετικά με τις μελλοντικές επιπτώσεις στην οικονομία της Κίνας. Η Κίνα γνώρισε πράγματι εκπληκτική ανάπτυξη, ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα της οικονομίας της πριν από περίπου 30-40 χρόνια.
Κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης αυτής της οικονομικής απελευθέρωσης, η εισροή ξένων κεφαλαίων οδήγησε σε πολύ αναγκαίες και αποτελεσματικά χρήσιμες επενδύσεις. Σχεδόν κάθε έργο που αναλήφθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου άνθισε, τροφοδοτώντας αξιοσημείωτη ανάπτυξη. Ωστόσο, πριν από περίπου 10 χρόνια, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει.
Η Κίνα είχε, μέχρι τότε, ικανοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τις άμεσες επενδυτικές της ανάγκες. Η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να ωθηθεί από διάφορους παράγοντες, αλλά το ζήτημα προκύπτει όταν η μόνη στρατηγική είναι η συνεχής εισροή κεφαλαίου. Αυτή η προσέγγιση φτάνει σε σημείο κορεσμού όπου οι περαιτέρω επενδύσεις παύουν να αποφέρουν σημαντικές αποδόσεις. Το ίδιο συνέβη και με τις Κινέζικες επενδύσεις στις χώρες που διασχίζουν οι μοντέρνοι Δρόμοι του Μεταξιού. Έτσι υπάρχει συσσώρευση επενδύσεων που δεν αντιστοιχούσαν πλέον σε πραγματικές οικονομικές ανάγκες.
Ο πυρήνας του ζητήματος έγκειται στην κυρίαρχη εστίαση στην οικονομική ανάπτυξη και στους στόχους του ΑΕΠ. Οι κυβερνήσεις, υπό πίεση για την επίτευξη αυτών των στόχων, συχνά καταφεύγουν σε μέτρα που ενισχύουν επιφανειακά το ΑΕΠ χωρίς να προσθέτουν πραγματική οικονομική αξία.
Η Κίνα αντιμετωπίζει μια παρόμοια συγκυρία, με υπερβολικές δαπάνες για έργα που αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν βιώσιμες αποδόσεις. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των επενδυτικών προτύπων είναι ανησυχητικές. Η πραγματική πρόκληση είναι να διακρίνουμε μεταξύ των βασικών αναπτυξιακών έργων και εκείνων που απλώς εξυπηρετούν την επίτευξη αυθαίρετων οικονομικών στόχων χωρίς να αποφέρουν απτά οικονομικά οφέλη.
Οι δυτικοί παρατηρητές συχνά θαυμάζουν τις εξελίξεις στις υποδομές σε χώρες όπως η Κίνα, σημειώνοντας τα ανώτερα σιδηροδρομικά τους συστήματα, για παράδειγμα. Ωστόσο, υπάρχει ένας διαδεδομένος σκεπτικισμός στη Δύση σχετικά με την αυθεντικότητα της οικονομικής ανάπτυξης σε μη δυτικές χώρες. Πολλοί αντιλαμβάνονται την αναφερόμενη αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας ως ανάλογη με μη παραγωγικές δραστηριότητες, όπως το γκρέμισμα μιας γέφυρας και την επανακατασκευή της.
Η αντιμετώπιση αυτών των ανησυχιών απαιτεί μια λεπτή κατανόηση των αναδυόμενων αγορών. Πράγματι, αυτές οι αγορές ενδέχεται να παρουσιάζουν υψηλότερους κινδύνους διαφθοράς, αλλά προσφέρουν επίσης τη δυνατότητα υψηλότερων αποδόσεων. Ένα κλειδί για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων συχνά περιλαμβάνει την επένδυση σε τομείς που παραβλέπονται από άλλους, αποδεχόμενοι έτσι κινδύνους που συνήθως αποφεύγονται.
Αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι ικανοποιητική, αλλά το παγκόσμιο επενδυτικό τοπίο έχει εξελιχθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Η μείωση του κόστους κεφαλαίου παγκοσμίως έχει οδηγήσει σε πληθώρα ευκαιριών χρηματοδότησης για σχεδόν κάθε εγχείρημα. Οι μόνες εξαιρέσεις φαίνεται να είναι επιχειρήσεις με εξαιρετικά φτωχά επιχειρηματικά μοντέλα.
Η παγκόσμια τάση για άφθονα και φθηνά κεφάλαια τα προηγούμενα έτη, έχει σε ορισμένες περιπτώσεις, επιδεινώσει αυτούς τους κινδύνους, οδηγώντας σε επενδύσεις σε επιχειρήσεις που ενδέχεται να μην είναι βιώσιμες μακροπρόθεσμα.
Η κατανόηση αυτής της δυναμικής είναι ζωτικής σημασίας για τους επενδυτές που σχεδιάζουν επιχειρήσεις σε αυτές τις αγορές. Τον τελευταίο καιρό, έχουμε παρατηρήσει μια σημαντική μεταμόρφωση στο επενδυτικό τοπίο, κυρίως λόγω του μεταβαλλόμενου κόστους κεφαλαίου. Προηγουμένως, σε ένα περιβάλλον μηδενικού επιτοκίου, σχεδόν κάθε επιχειρηματικό σχέδιο ήταν βιώσιμο λόγω του εξαιρετικά χαμηλού κόστους κεφαλαίου. Οι επενδύσεις έγιναν με την προσδοκία μακροπρόθεσμων αποδόσεων, ακόμη και αν αυτό σήμαινε αναμονή δεκαετιών για σημαντικά κέρδη.
Αυτό ήταν εφικτό επειδή οι εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές, όπως τα κρατικά ομόλογα, προσέφεραν αμελητέες αποδόσεις. Ωστόσο, το σενάριο αλλάζει με το αυξανόμενο κόστος κεφαλαίου. Καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, η ελκυστικότητα των μακροπρόθεσμων επενδύσεων χαμηλής απόδοσης μειώνεται. Τώρα, η επένδυση σε ένα κρατικό ομόλογο ή παρόμοια χρηματοοικονομικά προϊόντα θα μπορούσε ενδεχομένως να προσφέρει καλύτερες αποδόσεις από το να περιμένει κάποιος δεκαετίες για μια αποπληρωμή από ένα επιχειρηματικό εγχείρημα.
Οι επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων και οι επαγγελματίες των επενδύσεων παλεύουν με αυτή τη νέα πραγματικότητα. Πολλοί έχουν συνηθίσει στο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, θεωρώντας το ως τον κανόνα καθόσον τα μηδενικά επιτόκια κράτησαν από το 2008 έως αρχές του 2022. Ωστόσο, αυτή η παρατεταμένη περίοδος χαμηλών ποσοστών μπορεί να παρομοιαστεί με έναν ασθενή που βασίζεται σε υποστήριξη ζωής - δεν είναι ενδεικτικό μιας υγιούς, βιώσιμης οικονομικής κατάστασης.
Υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι το οικονομικό τοπίο μετατοπίζεται πίσω σε ένα πιο παραδοσιακό μοντέλο όπου το κόστος κεφαλαίου είναι ένας σημαντικός παράγοντας στις επενδυτικές αποφάσεις. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η μετατόπιση επηρεάζει επίσης τις επενδυτικές στρατηγικές προς τις αναδυόμενες αγορές. Για παράδειγμα, οι επενδυτές αρχίζουν να εξετάζουν οικονομίες όπως η Ινδία, η Ινδονησία ή περιοχές όπως η Αφρική, όπου οι δυνατότητες για πραγματική ανάπτυξη και απτές αποδόσεις φαίνεται να ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τον σχετικό κίνδυνο.
Συμπερασματικά, το μεταβαλλόμενο κόστος κεφαλαίου αναδιαμορφώνει τον επενδυτικό κόσμο. Αναγκάζει τους επενδυτές να επανεκτιμήσουν τις στρατηγικές τους, απομακρυνόμενοι από τις μακροπρόθεσμες κερδοσκοπικές επενδύσεις υπέρ ευκαιριών που προσφέρουν πιο άμεσες και απτές αποδόσεις.
Αυτή η μετάβαση σηματοδοτεί την επιστροφή σε πιο παραδοσιακές επενδυτικές αρχές, όπου το κόστος κεφαλαίου είναι ένας κρίσιμος καθοριστικός παράγοντας για το πού και πώς επενδύονται τα χρήματα. Έτσι οι επενδυτές πωλούν μετοχές σε αγορές που καταρρέουν και μεταφέρουν τα κεφάλαια σε επενδύσεις με καλές αποδόσεις, κυρίως σε 10ετή ομόλογα ΗΠΑ (4-5% απόδοση) αλλά και στο δολάριο το οποίο λόγω της ζήτησης που έχει, ανατιμάται συνεχώς έναντι των άλλων νομισμάτων τον τελευταίο καιρό.
* Ο Ατσαλάκης Γιώργος είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης