Επιπλέον 348 εκατ. ευρώ προστέθηκαν στις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα τον Απρίλιο. Τα νούμερα που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, μπορεί να ήταν μικρότερα από εκείνα του Μαρτίου, δείχνουν ωστόσο ότι οι καταθέσεις αυξάνονται σταθερά.
Είναι κι αυτό ένα σαφές δείγμα επιστροφής στην «κανονικότητα» της προ μνημονίων περιόδου. Το μονοπάτι που έχουμε να διανύσουμε είναι ακόμη μεγάλο, ο συγκεκριμένος δείκτης χρήζει σίγουρα βελτίωσης, ωστόσο το χάσμα μειώνεται σταθερά.
Αθροιστικά έχουμε στις τράπεζες πάνω από 190 δισ. ευρώ, που μπορεί να είναι λιγότερα από τα 200 δισ. ευρώ της προ κρίσης εποχής, ωστόσο πλησιάζουμε όλο και πιο πολύ προς το… 2009.
Εφόσον όμως αυξάνονται οι καταθέσεις, τότε γιατί δεν αυξάνονται συνολικά και οι αποταμιεύσεις; Πώς εξηγείται ότι αποταμιεύουμε λιγότερο σε μετοχές, ομόλογα, προθεσμιακές καταθέσεις, ασφαλιστικά προγράμματα, σε οτιδήποτε μπορεί να ενισχύσει το εισόδημά μας στο μέλλον, όχι μόνο σε σύγκριση με πλουσιότερες, αλλά και με πολύ φτωχότερες χώρες;
Το ποσοστό εθνικής αποταμίευσης είναι χαμηλότερο όχι μόνο από τη Γαλλία, τη Γερμανία και τον Καναδά, αλλά και από χώρες όπως η Νότια Αφρική, η Χιλή, η Κόστα Ρίκα, το Μεξικό, η Βραζιλία.
Καλά θα πει κανείς, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις τραπεζικές καταθέσεις; Έχουν με την έννοια ότι παρ' ότι μιλάμε για δύο διαφορετικά πράγματα, εντούτοις διαπνέονται αμφότερα από την ίδια φιλοσοφία, την επένδυση μέρους του διαθέσιμου εισοδήματος για το μέλλον.
Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει μια συσχέτιση, τουλάχιστον να έχουν και τα δύο θετικό πρόσημο. Συμβαίνει όμως ακριβώς το ανάποδο: Οι μεν καταθέσεις στην Ελλάδα έχουν ένα ετήσιο ρυθμό αύξησης 2,3%, οι δε αποταμίευση είναι αρνητική. Κινείται στο -2% του ΑΕΠ, έναντι ενός μέσου όρου + 8% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, (είμαστε δηλαδή χαμηλότερα κατά σχεδόν 10%).
Το πρόβλημα είναι μεγάλο καθώς όλες οι μεγάλες οικονομίες χρηματοδοτούν εμμέσως μέσω των εθνικών αποταμιεύσεων τμήμα των επενδύσεων. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες (και όχι μόνο), τα νοικοκυριά, επενδύουν μέρος των εισροών τους σε οτιδήποτε μπορεί να τους εξασφαλίσει ένα εισόδημα στο μέλλον.
Εδώ όμως όχι, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου που χρηματοδότησε η Eurobank.
Η μέση ετήσια αποταμίευση ανέρχεται στα €1.076, ενώ είναι αρνητική για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και παιδιά (-€2.159). Η μέση ετήσια αποταμίευση των συνταξιούχων ανέρχεται σε €2.248, των εργαζομένων σε μόλις €410, των μισθωτών σε €542 και των αυτοαπασχολούμενων σε €63.
Άραγε είναι τόσο πολλές οι ανάγκες που υπερβαίνουν τα εισοδήματα μας ώστε δεν μας μένει τίποτα για αποταμίευση; Αυτό πράγματι ισχύει για τα ασθενέστερα νοικοκυριά και συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όχι όμως για τα πιο εύπορα. Δεν μας νοιάζει να προνοήσουμε για πιο μακροχρόνιους στόχους, όπως για να επενδύσουμε στην εκπαίδευση και την υγεία; Αγνοούμε ότι μπορεί να μας προκύψουν αυξημένες ανάγκες;
Εκτός και αν η εικόνα στρεβλώνει από την τεράστια έκταση του «μαύρου» χρήματος στην Ελλάδα. Διότι o υπολογισμός της αποταμίευσης είναι απλός: Διαθέσιμο εισόδημα μείον κατανάλωση.
Σε μια χώρα όπου αποκρύβονται εισοδήματα ίσα με το 20%-26% του ΑΕΠ, δηλαδή 40-50 δισ. ευρώ, κατά τους υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος, οι μετρήσεις υποεκτιμούν το διαθέσιμο εισόδημα, άρα το υπόλοιπο, η αποταμίευση, εμφανίζεται από χαμηλή έως αρνητική.
Δεν είναι μόνο η παραοικονομία. Το άλλο δομικό χαρακτηριστικό είναι το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης που δεν απορρέει από προηγούμενη αποταμίευση του νοικοκυριού, αλλά από υψηλές διαγενεακές μεταβιβάσεις, δηλαδή από τους γονείς προς τα παιδιά, κ.ό.κ. Το επόμενο χαρακτηριστικό είναι οι υψηλές ανελαστικές δαπάνες στέγασης των νοικοκυριών μετά το 2010, που προήλθαν από την προγενέστερη σημαντική αύξηση στο μέγεθος των κατοικιών στην Ελλάδα και μείωσαν σημαντικά τα περιθώρια αποταμίευσης των νοικοκυριών. Τέλος, τα υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης συντάξεων πριν το 2010 επηρέασαν αρνητικά την αποταμιευτική συμπεριφορά λειτουργώντας σαν αντικίνητρο αποταμίευσης.
Η κρίση χρέους - ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας του 2010 απέδειξε με εμφατικό τρόπο πόσο σημαντικές είναι οι εθνικές αποταμιεύσεις για τη στήριξη των επενδύσεων. Ότι όταν το ρίσκο μιας χώρας, αναφορικά με τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της προς το εξωτερικό, αυξάνει και ξεπερνά κάποια όρια, τα ξένα κεφάλαια όχι μόνο σταματούν να έρχονται αλλά και αυτά που έχουν ήδη εισρεύσει στη χώρα αρχίζουν ν’ αποχωρούν.
Είναι το λεγόμενο sudden stop, όπως γνωρίζει καλά ο πρόεδρος της Eurobank Γιώργος Ζανιάς, ένας από τους ανθρώπους που διαπραγματεύτηκε τα ελληνικά μνημόνια του 2011-2012. Συνεπώς, η ανάγκη για την ύπαρξη εθνικών πόρων για την στήριξη της ανάπτυξης θα έπρεπε να έχει γίνει προφανής σε μια χώρα όπως η Ελλάδα.
Αρκεί να σκεφτούμε τις διαχρονικές διαρθρωτικές ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, την αρνητική καθαρή εξωτερική θέση της χώρας μας, και το ακόμα υψηλό δημόσιο χρέος, που την καθιστούν σχετικά πιο ευάλωτη σε κάθε μελλοντική αλλαγή της διάθεσης για εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα, ως χώρα-μέλος του ευρώ, δεν διαθέτει πλέον εθνικό «δανειστή έσχατης ανάγκης», ρόλο που πριν είχε η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά μόνο ευρωπαϊκό δανειστή αυτού του είδους, ο οποίος όμως προκειμένου να χρηματοδοτήσει τη χώρα μας απαιτεί την ύπαρξη προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.