Η μελέτη της Eurobank και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο την αποταμίευση στη χώρα μας, εμφάνισε ανησυχητικά δεδομένα. Αφού το ποσοστό αποταμίευσης ως προς το ΑΕΠ, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης δεν παραμένει απλά ιδιαίτερα χαμηλό, αλλά γύρισε και σε αρνητικό πρόσημο. Από το 2009 μέχρι σήμερα το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών ως προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, δηλαδή ως προς τον πλούτο που παράγεται στη χώρα υστερεί κατά περίπου 10% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και μέσα στο 2022 το ποσοστό της αποταμίευσης ως προς το ΑΕΠ, γύρισε στο -2%.
Πότε «βάζουμε λεφτά στην τράπεζα»; Όταν υπάρχει θετικό ισοζύγιο ανάμεσα στα έσοδα μας και στα έξοδα μας. Με την υποσημείωση ότι το θετικό ισοζύγιο που προκύπτει, αποτελεί προϊόν νόμιμης επαγγελματικής δραστηριότητας.
Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν αποταμιεύουμε, αλλά καταναλώνουμε μειώνοντας τις υπάρχουσες αποταμιεύσεις μας. Αυτό σημαίνει είτε ότι δεν επαρκούν τα εισοδήματα, οπότε οι πολίτες «τρώνε από τα έτοιμα», είτε ότι υπάρχει αρκετό «μαύρο χρήμα» που δεν μπορεί να τοποθετηθεί εντός του τραπεζικού συστήματος. Στην περίπτωση της χώρας μας, συμβαίνουν ταυτόχρονα και τα δύο.
Δηλαδή από μια πλευρά υπάρχουν πολίτες που όλη την ημέρα αγωνίζονται για τον βιοπορισμό τους, με την ιδιαίτερη ένταση που απαιτείται, το λεγόμενο και «rat race», αδυνατώντας να αποταμιεύσουν και από την άλλη πλευρά υπάρχουν «μαύρα εισοδήματα» που κατευθύνονται αναγκαστικά στην κατανάλωση, αφού αδυνατούν να νομιμοποιηθούν.
Παράλληλα τα χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων στις καταθέσεις προθεσμίας που προσφέρουν οι εγχώριες συστημικές τράπεζες, η έλλειψη γνώσης από την πλευρά των πολιτών για τη χρήση ανάλογων προϊόντων από ψηφιακές τράπεζες ή πλατφόρμες fin-tech, καθιστούν αδρανείς οποιεσδήποτε ανάλογες προσπάθειες.
Ωστόσο, στον πυθμένα του βυθού δεν βρίσκονται μόνο οι αποταμιεύσεις αλλά και οι χρηματιστηριακές επενδύσεις. Αν εξαιρέσουμε τις σημαντικές εισροές ύψους 5,4 δισ. ευρώ μέσα στους 16 τελευταίους μήνες, που καταγράφηκαν προς τα Αμοιβαία Κεφάλαια, μαζική είσοδο στο χώρο των χρηματιστηριακών επενδύσεων, δεν έχουμε δει.
Οι δικαιολογίες είναι πολλές. Αν ρωτήσεις κάποιον, γιατί δεν επενδύει στο χρηματιστήριο, θα σου απαντήσει για το κραχ του 1999, για την κρίση του 2008 και για τον εκμηδενισμό της αξίας των τραπεζικών μετοχών που ακολούθησε μετά την πτώχευση της χώρας και τη σειρά των ανακεφαλαιοποιήσεων από το 2009 έως και το 2015. Με δυο λόγια οι απαντήσεις εμπεριέχουν την έννοια του φόβου και της έλλειψης εμπιστοσύνης.
Μιας εμπιστοσύνης, που δυστυχώς δεν έχει ανακτηθεί ακόμα, παρά την αλλαγή της πορείας της χώρας, παρά τις συνεχείς αναβαθμίσεις της οικονομίας, παρά τη σημαντική άνοδο του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών και παρά τον υπερδιπλασιασμό και υπερτριπλασιασμό των τιμών ακόμα και των πιο συντηρητικών μετοχών, όπως είναι οι τράπεζες, οι βιομηχανίες, ο ΟΠΑΠ και άλλες. Με δυο λόγια οι πολίτες δεν καρπώνονται μέρος των υπεραξιών και των κερδών από την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Κάτι που μόνο το χρηματιστήριο μπορεί να προσφέρει, έτσι ώστε να βελτιωθεί το οικονομικό επίπεδο των πολιτών.
Το γεγονός της έλλειψης εμπιστοσύνης προς το χρηματιστήριο, η απουσία επενδυτικής παιδείας και η φιλοσοφία του «ποιος ζει, ποιος πεθαίνει» που επικρατεί ανάμεσα στους νέους, όσον αφορά τη δημιουργία ενός «κομποδέματος» ή ενός χαρτοφυλακίου σε βάθος χρόνου αποτυπώνεται και στα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύει το Χρηματιστήριο Αθηνών.
Ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ) το 2023, το σύνολο των πονταρισμάτων στα στοιχήματα ανήλθε στα 36 δισ. ευρώ, έναντι 29 δισ. ευρώ το 2022, στο Χρηματιστήριο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι πολίτες επιλέγουν να «παίζουν» το παιχνίδι των πιθανοτήτων που στηρίζεται στα πόδια και στα χέρια διαφόρων αθλητών, στα «φρουτάκια», στα «online casino» κυνηγώντας απίθανες αποδόσεις. Αντί να συμμετέχουν στην αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας που αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό στη μεγέθυνση των μεγεθών των εισηγμένων εταιρειών και στην αντίστοιχη πορεία των τιμών των μετοχών τους στο χρηματιστηριακό ταμπλό.
Σύμφωνα με το μηναίο στατιστικό δελτίο του ATHEXGroup, o αριθμός των ενεργών επενδυτικών μερίδων υπερβαίνει σήμερα τις 25 χιλιάδες. Προ δύο ετών ήταν στις 17 χιλιάδες. Και μάλιστα τον περασμένο Απρίλιο άνοιξαν 1.883 νέες μερίδες από ιδιώτες επενδυτές. Για να αντιληφθούμε τη στρέβλωση που υπάρχει, αρκεί να σκεφτούμε ότι στις ΗΠΑ περισσότεροι από 158 εκατ. πολίτες δραστηριοποιούνται στο χρηματιστήριο, δηλαδή σχεδόν το 47% των Αμερικανών. Στη Γερμανία σχεδόν το 17% των πολιτών επενδύει στο χρηματιστήριο. Ενώ στη Γαλλία όπου μέχρι το 2019, το 24% των πολιτών επένδυε σε funds και σε μετοχές, σήμερα το ποσοστό αυτό αυξάνεται διαρκώς λόγω της συμμετοχής των νέων, η οποία ξεπερνά πλέον το 35%, σύμφωνα με στοιχεία της AMF (Autorite des Marches Financiers)
Το γεγονός ότι οι πολίτες απέχουν από το χρηματιστήριο, δεν πλήττει το χρηματιστήριο, αλλά τους ίδιους. Ούτως ή αλλιώς περίπου το 60% των χρηματιστηριακών συναλλαγών αφορά επενδυτές από το εξωτερικό, το 22% εγχώρια νομικά πρόσωπο και μόλις το 18% Έλληνες ιδιώτες επενδυτές. Τα ποσοστά συμμετοχής των Ελλήνων επενδυτών στις συναλλαγές των μετοχών του FTSE/ATHEX Large Cap είναι ακόμα χαμηλότερα και βρίσκονται πέριξ του 14%. Όσον αφορά τη μετοχική σύνθεση του συνόλου των μετοχών των εισηγμένων εταιρειών, το 67% βρίσκεται στα χέρια ξένων επενδυτών και μόλις το 33% σε ελληνικά χέρια. Το ποσοστό των αλλοδαπών επενδυτών στις εταιρείες του FTSE/ATHEX Large Cap, βρίσκεται στο 72% με το αντίστοιχο ποσοστό των Ελλήνων είναι στο 28%.
Η συμμετοχή των εγχώριων επενδυτών είναι ιδιαίτερα χαμηλή και στις αγορές χρέους. Έτσι οι εκδόσεις ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου, καλύπτονται κατά βάσιν από αλλοδαπούς επενδυτές.
Η πολιτεία, αντιλαμβανόμενη το πρόβλημα, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο που θα ενθαρρύνει την αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης. Σε αυτό ήδη έχει συμβάλει η μείωση των φορολογικών συντελεστών των μερισμάτων που εισπράττουν οι μέτοχοι στο 5% και η κατάργηση της φορολογίας στην απόκτηση έντοκων γραμματίων του Δημοσίου.
Και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ζητήσει από τις τράπεζες να βελτιώσουν τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, έχει προτείνει τη δημιουργία φορολογικών κινήτρων για να τονωθεί τόσο η αποταμίευση σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς, όσο και η επένδυση σε προϊόντα ιδιωτικής ασφάλισης.
Η ουσία είναι ότι η οικονομία μιας χώρας δεν μπορεί να πάει μπροστά δίχως ισχυρές αποταμιεύσεις και επαρκείς επενδύσεις από την πλευρά των πολιτών της. Και την ίδια στιγμή, η επένδυση σε μετοχές και ομόλογο είναι ένας από τους βασικούς τρόπους για την απόκτηση ενός παράλληλου εισοδήματος και τη σταδιακή δημιουργία μιας βάσης μελλοντικής ασφάλειας.