Ernst & Young: Αναγκαία η βελτίωση της μακροπρόθεσμης στρατηγικής των συνταξιοδοτικών φορέων

Ernst & Young: Αναγκαία η βελτίωση της μακροπρόθεσμης στρατηγικής των συνταξιοδοτικών φορέων

Αυξανόμενη πίεση αντιμετωπίζουν οι βασικοί φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα παγκοσμίως να αναπτύξουν ολοκληρωμένες και σαφείς μακροπρόθεσμες στρατηγικές διανομής προϊόντων συντάξεων και συνταξιοδότησης, καθώς υλοποιούνται μεταρρυθμίσεις και αυξάνονται οι επιλογές των καταναλωτών. Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από τη νέα έρευνα της Ernst & Young (ΕΥ) «Το έπαθλο των 500 τρισ. δολ, ένα πελατοκεντρικό όραμα για την παγκόσμια αγορά συντάξεων και συνταξιοδότησης».

Η έρευνα, η οποία βασίζεται σε στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από κυβερνήσεις, διαμορφωτές πολιτικής, στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς και μεγάλων επιχειρήσεων, υπογραμμίζει ότι τα βασικά ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να συνεργαστούν πιο στενά για να επιτύχουν και να βελτιώσουν την οικονομική ευημερία των καταναλωτών, καθώς η έμφαση στο συνταξιοδοτικό σύστημα μετατοπίζεται από συστήματα καθορισμένων παροχών σε συστήματα καθορισμένων εισφορών.

Σύμφωνα με την έρευνα, η από κοινού αντιμετώπιση αυτού του μετασχηματισμού απαιτεί αλλαγές στην αγορά και τις πολιτικές σε πολλές χώρες, προκειμένου να βοηθηθούν οι καταναλωτές στη λήψη συνειδητών και τεκμηριωμένων αποφάσεων. Η διανομή, σύμφωνα με την έκθεση, περιλαμβάνει το πλαίσιο, τις πολιτικές, τα κίνητρα και όλες τις ενέργειες που σχετίζονται με το σχεδιασμό, την προσφορά και τη διάθεση των συνταξιοδοτικών προϊόντων και υπηρεσιών στη λιανική πελατειακή βάση.

Το όραμα, η στρατηγική και ο σαφής καθορισμός των ρόλων αποτελούν τα θεμέλια της εμπιστοσύνης του κοινού στη διαχείριση των συντάξεων, σύμφωνα με την έκθεση. Ωστόσο, το ένα τρίτο των ερωτηθέντων δεν διαθέτουν σαφώς καθορισμένο μακροπρόθεσμο όραμα και στρατηγική για τη σύνταξη και τη συνταξιοδότηση.

Ειδικότερα, οι κυβερνήσεις, οι φορείς χάραξης πολιτικής και οι ρυθμιστικές αρχές αναγνωρίζουν τη μεγάλη ανάγκη βελτίωσης της μακροπρόθεσμης στρατηγικής τους για τις συντάξεις και την συνταξιοδότηση, καθώς οι κυβερνήσεις μπορεί να είναι εγγυητές εσχάτης ανάγκης για τα ενδεχόμενα κενά στις συντάξεις και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα. Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα, μόνο τα δύο τρίτα των κυβερνήσεων, των υπευθύνων χάραξης πολιτικής και των ρυθμιστικών αρχών διαθέτουν μια σαφώς καθορισμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική.

Σύμφωνα με την έκθεση, ο ιδιωτικός τομέας θα κληθεί να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του οράματος και της στρατηγικής, καθώς οι πάροχοι διαθέτουν την εμπειρία και τις υποδομές για να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που συνδέονται με τη διάθεση συνταξιοδοτικών προϊόντων.

Η μετάβαση από ένα σύστημα καθορισμένων παροχών σε ένα σύστημα καθορισμένων εισφορών σημαίνει, ότι οι καταναλωτές και οι εργοδότες θα βρίσκονται αντιμέτωποι με την λήψη περισσότερων αποφάσεων όσον αφορά τη συμμετοχή και τις επενδύσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση, ενδέχεται οι καταναλωτές να μην διαθέτουν την κατάλληλη πληροφόρηση για να λαμβάνουν συνειδητές χρηματοοικονομικές αποφάσεις.

Δεν αποτελεί έκπληξη, το ότι εργοδότες του ιδιωτικού τομέα φαίνεται να προηγούνται σε σχέση με τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη όσον αφορά την παροχή επαρκών συμβουλών και πληροφοριών σε όσους μετέχουν σε συνταξιοδοτικά πλάνα. Το 75% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, δήλωσαν ότι διαθέτουν ένα επαγγελματικό σύστημα, αν και θα μπορούσε να βελτιωθεί. Μόλις το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων αξιολόγησαν τις δυνατότητές του ως «πρωτοποριακές».

Η έκθεση διαπιστώνει ότι η ενίσχυση της ανάμιξης των καταναλωτών και της ενημέρωσής τους κατά τη λήψη αποφάσεων μέσω πρόσθετης επικοινωνίας, υποστήριξης και σχεδιασμού, πρέπει να αποτελέσει βασικό συστατικό στοιχείο για όλα τα συνταξιοδοτικά συστήματα και λύσεις.

Ο ασφαλιστικός κλάδος δεν έχει προσδιορίσει ακόμη πώς μπορούν να μεγιστοποιηθούν οι μακροπρόθεσμες ευκαιρίες που δημιουργούν οι ψηφιακές εφαρμογές. Οι μισοί από τους εργοδότες δίνουν χαμηλή βαθμολογία στις επιχειρήσεις τους όσον αφορά την ψηφιακή ωριμότητα, ενώ το 54% των κυβερνήσεων, των υπευθύνων χάραξης πολιτικής και των ρυθμιστικών αρχών αναγνωρίζουν την ανάγκη υιοθέτησης ψηφιακής τεχνολογίας και επικοινωνίας.

Η ψηφιακή ωριμότητα περιλαμβάνει έννοιες όπως η χρήση των κοινωνικών δικτύων, η υιοθέτηση μακροπρόθεσμης ψηφιακής στρατηγικής, η συστηματική χρήση και ανάλυση μεγάλων βάσεων δεδομένων, το ψηφιακό μάρκετινγκ, και τις αναταράξεις που προκαλούν οι ψηφιακές συντάξεις και το Internet of Things. Η τεχνολογική πρόοδος μπορεί επίσης να βοηθήσει τους παρόχους να μειώσουν το κόστος παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, των επενδύσεων, καθώς και της συμμόρφωσης με τις ρυθμιστικές απαιτήσεις.

Η έρευνα δείχνει ότι, ενώ οι διαχειριστές κατανοούν την ευρύτερη εικόνα της σταδιακής μετακίνησης προς ψηφιακές πλατφόρμες, οι ερωτηθέντες αναγνωρίζουν, επίσης, ότι το στοιχείο αυτό είναι μόνο μέρος της λύσης στην προσπάθεια βελτίωσης της αποτελεσματικότητας.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ