Του Γιώργου Φιντικάκη
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση επιταχυνόμενης ανάπτυξης. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα 20ετίας, το κόστος χρηματοδότησης αποκλιμακώνεται, η οικοδομή ανακάμπτει έπειτα από πολυετή λήθαργο, οι εξαγωγές κινούνται θετικά, οι αποκρατικοποιήσεις παίρνουν μπροστά.
Τα ευργετικά αποτελέσματα από την άρση της αβεβαιότητας θα φανούν ακόμη καλύτερα του χρόνου. Το 2021 θα είναι η πρώτη χρονιά μετά από μια δεκαετία όπου η ελληνική οικονομία θα μπορεί να στραφεί περισσότερο στις προκλήσεις του μέλλοντος, παρά στα βάρη που κληρονόμησε από το παρελθόν.
Η μια λοιπόν εικόνα είναι αυτή, όπως την περιέγραψε χθες ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας. Η άλλη είναι πιο θολή. Σχετίζεται με τις δομικές παθογένειες, τα βάρη από το παρελθόν, το χαμηλό βαθμό καινοτομίας, την μικρή συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ, το υψηλό εξωτερικό δημόσιο χρέος.
Οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν φέτος κατά 13%-15% αλλά η ψαλίδα με την υπόλοιπη Ευρώπη έχει μεγαλώσει επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια. Το επίπεδο επενδύσεων παραμένει καθηλωμένο περίπου στο μισό από αυτό που θα χρειαζόταν για να συγκλίνουμε με τους άλλους. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια.
Οι εξαγωγές αναμένεται να αυξηθούν φέτος κατά 5,5%-6%, ωστόσο οι εισαγωγές θα επιταχυνθούν με ταχύτερο ρυθμό (6,5% - 7%), λόγω των υψηλότερων επενδύσεων σε μηχανήματα, μεταφορικά μέσα, εξοπλισμό και ιδιωτική κατανάλωση. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο παραμένει μεγάλο. Η ανεργία αναμένεται ότι θα υποχωρήσει εκ νέου, στο 15,5%, ωστόσο θα παραμείνει μια από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Το μήνυμα της χθεσινής τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ είναι ότι βαδίζουμε στο σωστό δρόμο, αρκεί να γίνει κατανοητό πως η ενδυνάμωση της οικονομίας δεν θα έρθει από μόνη της. Ο ανήφορος δεν έχει τελειώσει. Το δείχνουν τα θεμελιώδη της οικονομίας που δεν την τραβούν μεσοπρόθεσμα από το 2% στο 3%, αλλά την υποβιβάζουν προς το 1% τα επόμενα χρόνια. Οριζόντιες πολιτικές στα συστήματα φορολογίας, συντάξεων και εκπαίδευσης, είναι απαραίτητες. Η αύξηση της αμοιβή της εργασίας και της επιχειρηματικότητας είναι μονόδρομος.
“Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η οικονομία βρίσκεται σε ένα θετικό φεγγάρι, ότι τρέχει με ισχυρό ρυθμό, αλλά θα πρέπει να δούμε κατά πόσο αυτός ο ρυθμός είναι επαρκής σε σχέση τόσο με άλλες χώρες όταν έβγαιναν από τα δικά τους μνημόνια, όσο και με το κενό που έχουμε να καλύψουμε”, ανέφερε χθες ο κ. Βέττας. Υπάρχει μια αίσθηση, όπως είπε, ότι με την κρίση πίσω μας, δημιουργείται πλέον ένας δημοσιονομικός χώρος για δαπάνες, είτε ενόψει της επικείμενης επαναδιαπραγμάτευσης των πλεονασμάτων, είτε λόγω της ενδεχόμενης επιστροφής των αποδόσεων των ομολόγων (ANFAs, SNPs). Στο ερώτημα αυτό η απάντηση σχετίζεται με το κατά πόσο οι αλλαγές στη φορολογία και το Ασφαλιστικό θα στρέψουν την οικονομία σε επενδύσεις, κατά πόσο θα τεθούν οι κανόνες ώστε αυτά να μην αλλάζουν κάθε 2-3 χρόνια και τι κίνητρα δημιουργούνται.
Ειδικά απέναντι στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση η άποψη του ΙΟΒΕ έρχεται να προστεθεί σε όσους κάνουν λόγο για μια χαμένη ευκαιρία. “Επί του παρόντος οι αλλαγές που έγιναν αυξάνουν το βάρος της οικονομίας ως προς την πληρωμή των συντάξεων, παρά το γεγονός ότι η χώρα είναι από τους πρωταθλητές στην συνταξιοδοτική δαπάνη”, σημείωσε ο κ. Βέττας. Και αυτό καθώς οι αλλαγές ευνοούν περισσότερο τους αυτοαπασχολούμενους αντί για τους μισθωτούς, δίνουν έμφαση στην αύξηση των συντάξεων αντί για την μείωση των εισφορών. “Ελπίζω πραγματικά ότι θα υπάρξει και δεύτερο κύμα παρεμβάσεων που θα ενθαρρύνει την δημιουργία δεύτερου και τρίτου πυλώνα”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, προσθέτοντας ότι ενώ ο μέσος όρος αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ευρώπη είναι 8%, στην Ελλάδα βρίσκεται στο -3%. Έκρουσε δηλαδή το καμπανάκι για ανάγκη εξορθολογισμού του Ασφαλιστικού που αντιμετωπίζει σοβαρότατες προκλήσεις λόγω Δημογραφικού και χαμηλών επιτοκίων.
Το μήνυμα είναι ότι τα επόμενα χρόνια, οι οικονομίες που θα επωφεληθούν θα είναι οι περισσότερο ανοικτές, αυτές που θα λειτουργούν ως περιφερειακά ή και παγκόσμια κέντρα για το ανθρώπινο κεφάλαιο, τις επενδύσεις, τις ιδέες και την καινοτομία.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε ένα τέτοιο παράθυρο ευκαιρίας. Χρειάζεται να το ανοίξει και άλλο, προκειμένου η τρέχουσα μεγέθυνση να μετατραπεί σε ισχυρή και μόνιμη ανάπτυξη, χωρίς σκιές.