Ως μοναδική επενδυτική ευκαιρία χαρακτηρίζει την Ελλάδα ο Γιώργος Περιστέρης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, τονίζοντας ότι η χώρα μας έχει πολλαπλάσιες αναπτυξιακές δυνατότητες από τους ρυθμούς στους οποίους αναφέρονται οι δανειστές της.
Παράλληλα, ζητάει οι ελληνικές εταιρείες να έχουν ισότιμη μεταχείριση με τις εταιρείες του εξωτερικού, καθώς όπως αναφέρει παρότι οι επιχειρήσεις έχουν αποδείξει την αντοχή τους στην κρίση, παραμένει η άνιση μεταχείριση, είτε αυτή αφορά τις τεράστιες διαφορές στις δυνατότητες δανεισμού και στο ύψος των επιτοκίων, είτε αφορά τη φορολογική και γραφειοκρατική συμπεριφορά του ελληνικού κράτους, είτε ακόμα περισσότερο τη συνολική υπέρ των ξένων επενδυτών διακριτική μεταχείριση που επιδεικνύουν οι φορές της Πολιτείας.
«Με βάση τα στοιχεία της PWC του 2018 ο αριθμός των προγραμματισμένων και ανεκτέλεστων έργων υποδομών έχει αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης και η αξία τους ανέρχεται σε € 18,7 δισ. μέχρι το 2023. Συνολικά, ο μέσος όρος των επενδύσεων στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι σήμερα ο μισός περίπου σε σχέση με το 21% που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη», ανέφερε σχετικά.
Μιλώντας σε συνέδριο του Economist, ο επικεφαλής της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ σημείωσε πως τις αναπτυξιακές δυνατότητες της Ελλάδας «δεν τις βλέπουν μόνο οι Έλληνες επιχειρηματίες» αλλά «τις αναγνωρίζουν πλέον και διεθνείς επενδυτές, όπως για παράδειγμα η ολλανδική REGGEBORGH INVEST, η οποία επένδυσε στον δικό μας όμιλο εξαιρετικά σημαντικά ποσά τον τελευταίο χρόνο, που αναγνωρίζουν στην πράξη αυτές τις προοπτικές».
Ακόμη, σημείωσε πως «είχα μιλήσει για ένα επενδυτικό σοκ που είναι απολύτως εφικτό με βάση τα διαθέσιμα επενδυτικά σχέδια. Επίσης, είχα αναφερθεί στην ανάγκη η ελληνική επιχειρηματικότητα να επιδείξει επενδυτικό πατριωτισμό μέσα από την υλοποίηση επενδύσεων, αλλά και την έμπρακτη στήριξη του εγχώριου τραπεζικού συστήματος με διατήρηση και επαναπατρισμό των κεφαλαίων στις ελληνικές τράπεζες».
Σχετικά με την ανάπτυξη των υποδομών στην Νοτιοανατολική Ευρώπη επεσήμανε πως έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προοπτικές, ιδίως σε σχέση με την Δυτική Ευρώπη, όπου ο κλάδος των υποδομών είναι ήδη ώριμος και χωρίς δυνατότητες γρήγορων ρυθμών ανάπτυξης. Ανέφερε τρεις λόγους:
1. Η δύσκολη γεωμορφολογία, η οποία σημαίνει ότι θα χρειαστούν ακόμα πολλά μεγάλα έργα για να ολοκληρωθεί η ανάπτυξη των υποδομών της ευρύτερης περιοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι η χερσόνησος του Αίμου έχει πάρει το όνομα της από την ομώνυμη οροσειρά. Ακόμη και στην Ελλάδα που υπάρχουν ήδη αναπτυγμένες υποδομές σε πολλούς τομείς εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό πρόσθετο περιθώριο ανάπτυξης.
2. Οι δυναμικοί αναπτυξιακοί ρυθμοί των τελευταίων ετών στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίοι θα επιταχυνθούν όταν η Ελλάδα, μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής, μπει σε δική της δυναμική αναπτυξιακή τροχιά, ενώ βρισκόταν σε ύφεση επί μία σχεδόν δεκαετία.
3. Οι σημαντικοί τομείς υποδομών με αναξιοποίητο αναπτυξιακό δυναμικό. Ο τομέας της ενέργειας για παράδειγμα, στον οποίο ο δικός μας Όμιλος είναι ιδιαίτερα ενεργός, έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες πρόσθετης ανάπτυξης.
Τέλος, σχετικά με την ενέργεια σημείωσε πως η «Ελλάδα διαθέτει το μεγαλύτερο αιολικό δυναμικό στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου».
«Υπάρχουν πολύ μεγάλες δυνατότητες στην αποθήκευση ενέργειας μέσω της ώριμης τεχνολογίας της αντλησιοταμίευσης, καθώς η χώρα διαθέτει πρόσφορους φυσικούς και τεχνητούς ταμιευτήρες, υψομετρικές διαφορές και άφθονη ενέργεια για αποθήκευση από ανανεώσιμες πηγές», ανέφερε και συνέχισε:
«Η θυγατρική μας ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή είναι η μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία στην αιολική ενέργεια διεθνώς και ο μεγαλύτερος επενδυτής στην αιολική ενέργεια στην Ελλάδα. Έχουμε αδειοδότησει ή κατασκευάζουμε περισσότερα από 1500 MW εγκαταστάσεων ΑΠΕ στην Ευρώπη και την Αμερική και στοχεύουμε τα 2000 MW. Ταυτόχρονα προωθούμε επενδύσεις στην αποθήκευση ενέργειας συνολικού προϋπολογισμού 800 εκατομμυρίων ευρώ. Οι τρεις αυτές κατηγορίες επενδύσεων -ανανεώσιμες πηγές, αποθήκευση και διασυνδέσεις- αποτελούν ένα ενιαίο και συμπληρωματικό σύνολο, το οποίο αθροιστικά μπορεί να ξεπεράσει τα επόμενα πέντε χρόνια τα 8 δις ευρώ σε επενδύσεις, αθροίζοντας στο ΑΕΠ 1,5% πρόσθετη ανάπτυξη στη διάρκεια της αντίστοιχης περιόδου και δημιουργώντας τις βάσεις για να γίνει η Ελλάδα στη δεκαετία του 2030 για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της καθαρός εξαγωγέας ενέργειας και «μπαταρία» του Ευρωπαϊκού νότου, που είναι στο σύνολό του σχεδόν μεγάλος εισαγωγέας ενέργειας».