Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Με μία δήλωση-βόμβα από το βήμα της Βουλής, ο κ. Γιάννης Δραγασάκης όχι μόνο επανέφερε στο προσκήνιο τον κίνδυνο νέας ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών αλλά παράλληλα «απείλησε» τους φορολογούμενους ότι αυτοί θα... πληρώσουν το μάρμαρο αν τελικά οι τράπεζες χρειαστούν κεφάλαια.
Η κυβέρνηση των capital controls και της καταστροφικής τρίτης ανακεφαλαιοποίησης, του κινήματος «δεν πληρώνω» και των υποσχέσεων κατά των πλειστηριασμών, θέτει ξαφνικά ως «εθνικό στόχο» τη μείωση των «κόκκινων» δανείων για να θωρακιστεί το… μέλλον των τραπεζών και της χώρας.
Υπό άλλες συνθήκες η χθεσινή τοποθέτηση του υπουργού Οικονομίας δεν θα προκαλούσε τρομακτική εντύπωση καθώς στην ουσία είπε το αυτονόητο, ότι δηλαδή αν δεν μειωθούν με προσεχτικό τρόπο τα «κόκκινα» δάνεια οι ελληνικές τράπεζες θα βρεθούν ξανά αντιμέτωπες με το «φάντασμα» μιας τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης.
Όμως η χρονική στιγμή την οποία ο κ. Δραγασάκης επέλεξε να αναφερθεί στο μείζον ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανογμάτων (NPEs) καθώς και η «εμπλοκή» των φορολογούμενων εγείρει πολλαπλά ερωτήματα. Διότι την ώρα που ο υπουργός Οικονομίας αναφερόταν στον κίνδυνο ανακεφαλαιοποίησης, οι συζητήσεις για την εφαρμογή ενός κεντρικού σχήματος διαχείρισης των NPEs συνεχίζονται – χωρίς μάλιστα να υπάρχει ορατότητα για τις τελικές αποφάσεις – και οι τραπεζικές μετοχές δέχονται αλλεπάλληλα χτυπήματα προς ιστορικά χαμηλά.
Οι μετοχές των τραπεζών έχουν καταγράψει απώλειες άνω του 13% μόνο μέσα στον Ιανουάριο, έχοντας χάσει περίπου το 50% της αξίας τους το 2018, και τίποτα δεν επιβεβαιώνει μέχρι στιγμής τις προσδοκίες βάσει των οποίων το 2019 θα ήταν έτος ανακούφισης, ήτοι εφαρμογής των απαιτούμενων λύσεων για βγάλουν από πάνω τους τα «κόκκινα» δάνεια.
Παράλληλα, ο τραπεζικός δείκτης συνεχίζει να είναι ο αδύναμος κρίκος του Χρηματιστηρίου της Αθήνας καθώς η κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα για να προστατεύσει τον χρηματοπιστωτικό κλάδο από την άκρατη φημολογία και την ακραία αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών. Χθες, ο δείκτης των τραπεζών υποχώρησε σε ποσοστό 0,94% στις 380,15 μονάδες με τις Τρ. Πειραιώς και Alpha Bank να δέχονται τις ισχυρότερες πιέσεις.
Σύμφωνα με τον κ. Δραγασάκη, δεν υπάρχει κάποιος οδηγός βάσει του οποίου θα επιτευχθεί η μείωση των προβληματικών δανείων στους τραπεζικούς ισολογισμούς, όμως σε κάθε περίπτωση θα πρέπει οι χειρισμοί να είναι προσεκτικοί. «Αν δεν το προσέξουμε μπορεί να οδηγήσουμε τις τράπεζες να βάλουν νέα κεφάλαια που ενδεχομένως θα κληθεί να τα πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος», είπε χαρακτηριστικά.
Μετά από 4 ολόκληρα χρόνια η κυβέρνηση κατάλαβε ότι το πρόβλημα των τραπεζών είναι σημαντικό και ότι η μείωση των «κόκκινων» δανείων αποτελεί «εθνικό στόχο»; Είναι όντως εθνικός στόχος όχι μόνο γιατί οι τράπεζες πρέπει να μείνουν όρθιες και να ανακάμψουν, χρηματοδοτώντας το ταχύτερο δυνατό την πραγματική οικονομία, αλλά και γιατί η μείωση των «κόκκινων» δανείων – και όχι απλά η μεταφορά τους από τους τραπεζικούς ισολογισμούς – θα σηματοδοτήσει την πραγματική έξοδο από την κρίση.
Υπενθυμίζεται δε, πως τον περασμένο Οκτώβριο, ο κ. Δραγασάκης είχε καταγγείλει πολιτικά παιχνίδια με τις τράπεζες στον απόηχο της κατάρρευσης των μετοχών τους στο χρηματιστήριο, ενώ από τότε μέχρι σήμερα η κυβέρνηση προσπαθεί να προωθήσει το ιταλικό μοντέλο για την κεντρική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Μάλιστα, το οικονομικό επιτελείο επέλεξε να μην συνεργαστεί με την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά να αναθέσει σε ξένο οίκο την διαμόρφωση της πρότασης του ΤΧΣ, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δύο διαφορετικά πλάνα τα οποία εξετάζουν οι αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές.
Σήμερα, είναι ο ίδιος που επαναφέρει το θέμα και προκαλεί έντονες αντιδράσεις στην αγορά, υπογραμμίζοντας ότι οι τράπεζες χωρίς μέλλον αποτελούν παράγοντα κατάρρευσης χωρών. Όπως ανέφερε το Liberal.gr, οι χειρισμοί της κυβέρνησης δεν αποκλείεται να μεταθέσουν την εφαρμογή μιας κεντρικής λύσης – τύπου bad bank – μετά τις εκλογές, ίσως και μέσα στο 2020.
Σημειώνεται τέλος, ότι μέσα σε όλα τα άλλα η κυβέρνηση προσπαθεί να πάρει το πράσινο φως των πιστωτών για το πλαίσιο που θα αντικαταστήσει τη νόμο Κατσέλη και θα αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας, ωστόσο δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία με την παράταση του νόμου να λήγει στο τέλος Φεβρουαρίου.