Οι αιώνιες αγκυλώσεις και αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με το μεγάλο πλήγμα που έχει δεχθεί η ψυχολογία των πολιτών από τις διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας 15ετίας, καθώς και ο οικονομικός αναλφαβητισμός, είναι παράγοντες που διατηρούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα τις επενδύσεις των Ελλήνων.
Νοικοκυριά και επιχειρήσεις επιλέγουν να «παρκάρουν» τα χρήματά τους σε καταθέσεις, ελπίζοντας πλέον και σε υψηλότερα επιτόκια, μετά τις μεγάλες αυξήσεις από την ΕΚΤ τον τελευταίο χρόνο. Σημειώνεται ότι χθες η Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε την 8η διαδοχική αύξηση, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων να διαμορφώνεται σήμερα στο 3,50% από -0,50% που ήταν πριν τον Ιούλιο.
Μοναδική, ίσως, εξαίρεση είναι η παραδοσιακά αγαπημένη επένδυση των Ελλήνων, που δεν είναι άλλη από τα ακίνητα. Οι Έλληνες συνεχίζουν να εμφανίζουν ποσοστά ιδιοκατοίκησης στο 72% που είναι από τα υψηλότερα διεθνώς, ενώ η αύξηση του αφορολόγητου ορίου στις γονικές παροχές συνέβαλε στο να καταγραφεί ρεκόρ μεταβιβάσεων ακινήτων το 2022, ξεπερνώντας τα προ πανδημίας επίπεδα.
Ακόμη όμως και στο real estate, η έκρηξη επενδυτικών εισροών των τελευταίων ετών και η μεγάλη αύξηση στο κόστος υλικών, έχει στείλει τις τιμές σε δυσθεώρητα ύψη, καθιστώντας ακόμη πιο διστακτικούς τους ιδιώτες που θέλουν να ποντάρουν στις προοπτικές της αγοράς ακινήτων.
Αν συνυπολογιστούν και οι αυξήσεις των επιτοκίων που κάνουν πιο ακριβά τα στεγαστικά δάνεια, τότε το θέμα «επένδυση» αποκτά ακόμη μεγαλύτερα βαρίδια.
Οι καταθέσεις ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών έχουν αυξηθεί κατά 25% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, ωστόσο οι επενδύσεις παραμένουν… στα ρηχά, αντανακλώντας εν μέρει τον αντίκτυπο στην ψυχολογία των Ελλήνων, από τη δραματική κρίση χρέους, την πανδημία και την ακρίβεια.
Από τα 115 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2020 οι καταθέσεις των νοικοκυριών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα αυξήθηκαν στα 141,98 δισ. ευρώ τον Απρίλιο του 2023, ενώ οι καταθέσεις του συνόλου του ιδιωτικού τομέα ενισχύθηκαν στο ίδιο διάστημα από τα 141 δισ. ευρώ στα 185,5 δισ. ευρώ. Στις καταθέσεις βέβαια υπάρχει και ένα ποσοστό που προέρχεται από στεγαστικά.
Οι Έλληνες δείχνουν ότι εμπιστεύονται πολύ περισσότερο παραδοσιακές επενδύσεις για τις οποίες έμαθαν κάποια πράγματα εμπειρικά, ενώ την ίδια ώρα δεν γνωρίζουν πολλά για το χρηματιστήριο (κάτι που φάνηκε με τον χειρότερο τρόπο το 1999) και για άλλες επενδυτικές κατηγορίες, όπως π.χ. τα αμοιβαία κεφάλαια, τα οποία δεν προσελκύουν το αναμενόμενο ενδιαφέρον.
Το θέμα του οικονομικού αναλφαβητισμού είναι πολύ σημαντικό και ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι τα κρυπτονομίσματα. Όταν η αγορά των crypto έκανε το μεγάλο ράλι, με διαστημικές αποδόσεις που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούσαν ακόμη και το 1.000% σε λίγες εβδομάδες, τράβηξε το ενδιαφέρον των ερασιτεχνών επενδυτών που βλέπουν μόνο ως τζόγο τις αγορές. Φτάσαμε έτσι στο σημείο να συζητούν νέοι και μεγαλύτεροι στις καφετέριες για το bitcoin και το dogecoin ως ειδήμονες και τελικά πάρα πολλοί έχασαν τα λεφτά τους στη μεγάλη πτώση που ακολούθησε.
Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους, βρίσκονται σε φάση ψηφιακής ή/και πράσινης μετάβασης. Μία διαδικασία που απαιτεί σημαντικές επενδύσεις και «τρώει» μεγάλο μέρος των διαθέσιμων κεφαλαίων, αφού όποια επιχείρηση χάσει το τρένο της ψηφιακής προσαρμογής κινδυνεύει με αφανισμό.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως οι επιχειρήσεις που επενδύουν στον μετασχηματισμό τους προσδίδουν προστιθέμενη αξία στην οικονομία και συμβάλλουν στον ευρύτερο εκσυγχρονισμό της. Δεν θα πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι την τελευταία τετραετία οι επενδύσεις παγίων ενισχύθηκαν στο 13,7% του ονομαστικού ΑΕΠ, από περίπου 11% που ήταν κατά μέσο όρο την περίοδο 2012-2019.
Η αποταμίευση είναι σημαντική και οι Έλληνες δεν είχαν πάντοτε την κουλτούρα να αποταμιεύουν, γεγονός που οδηγεί παραδοσιακά σε φαινόμενα άκρατης σπατάλης. Όμως είναι ακόμη πιο σημαντικές οι επενδύσεις γιατί τα χρήματα που επενδύονται συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί περισσότερο εισόδημα και επομένως περισσότερος πλούτος. Αρκεί οι επενδύσεις να είναι μελετημένες και ισορροπημένες και όχι να τοποθετούνται ανεξέλεγκτα ποσά… τυχαία στο χρηματιστήριο ή σε κάθε κρυπτονόμισμα που γίνεται γνωστό μέσω του διαδικτύου.
Όσο οι Έλληνες δεν επενδύουν στη χώρα, τόσο η οικονομία χάνει μία σημαντική πηγή επενδυτικών κεφαλαίων που θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν το οικονομικό της status και αυξάνεται η πιθανότητα νέων ελλειμμάτων.
Για παράδειγμα, η αύξηση των συνολικών επενδύσεων τα τελευταία χρόνια έχει χρηματοδοτηθεί κυρίως από εξωτερικό δανεισμό, στοιχείο που αντανακλάται στην αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Γι’ αυτό απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που θα εξαλείψουν οριστικά τη γραφειοκρατία και θα εκσυγχρονίσουν ακόμη περισσότερο την οικονομία, προσελκύοντας έτσι και άλλες επενδύσεις, ενώ για τον οικονομικό αναλφαβητισμό υπάρχει πρόγραμμα στο Ελλάδα 2.0 αλλά θα πρέπει να εφαρμοστεί.
Δεν πρέπει επίσης να αγνοούμε ότι η ελληνική αγορά (ιδιώτες και επαγγελματίες) προέρχεται από μία ιστορικών διαστάσεων κρίση που διέλυσε τα εισοδήματα και μείωσε τον πλούτο της χώρας σε ποσοστό άνω του 25%. Πριν καταφέρει να ορθοποδήσει η οικονομία, ενάμιση ακριβώς χρόνο μετά την επίσημη έξοδο από τα μνημόνια, η αγορά κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις πρωτοφανείς συνθήκες της πανδημίας. Μία δεύτερη ιστορική κρίση σε διάστημα λίγων ετών.
Αμέσως μετά, η ενεργειακή κρίση και ο υψηλότερος πληθωρισμός των τελευταίων δεκαετιών ήρθαν να ολοκληρώσουν το κρεσέντο των κρίσεων.
Και όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός «όταν καείς στο χυλό φυσάς και το γιαούρτι». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ιδιώτες προτιμούν να βάλουν τα χρήματά τους σε καταθέσεις που αποδίδουν επιτόκια κοντά στο 1% και σε ακίνητα όταν υπάρχει φόρος ακίνητης περιουσίας και φόρος στα ενοίκια, αντί να αναζητήσουν εναλλακτικές σε επενδυτικά προϊόντα που θα μπορούσαν να προσφέρουν καλύτερη σχέση απόδοσης/ρίσκου. Το ίδιο ισχύει και για το χρηματιστήριο καθώς ο Γενικός Δείκτης έχει καταγράψει κέρδη 36% φέτος και 55% το τελευταίο 12μηνο.