Της Μαίρης Βενέτη
Οι εντεινόμενες ανησυχίες για τον νέο κοροναϊό στην Κίνα δημιουργούν αρνητικό κλίμα στα ασιατικά και ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, με τους επενδυτές να φοβούνται επανάληψη της οικονομικής ζημιάς που επέφερε ο ιός SARS το 2003, ιδιαίτερα δεδομένης της απειλής μετάδοσης του ιού σε μια περίοδο που αναμένονται εκατομμύρια ταξιδιώτες για τον εορτασμό του Σεληνιακού Νέου Έτους.
Οι αγορές όμως δεν ανησυχούν μόνο για το νέο κοροναϊό.
Στις 23 Ιανουαρίου το νέο προεδρείο της ΕΚΤ υπό την Κριστίν Λαγκάρντ θα ανακοινώσει το guidance για την επιτοκιακή πολιτική το 2020.
Σαφέστατα την Κριστίν Λαγκάρντ απασχολούν τα ίδια προβλήματα που απασχολούσαν και τον Μάριο Ντράγκι.
Ο σχετικά χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης στην ευρωζώνη και η αντίσταση του πληθωρισμού να κινηθεί σε πιο υψηλά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι έχει διογκωθεί ο ισολογισμός της ΕΚΤ και τα αρνητικά επιτόκια έχουν πλέον αποκτήσει την υφή ενός μόνιμου εργαλείου άσκησης νομισματικής πολιτικής.
Το θέμα όμως των αρνητικών επιτοκίων έχει αποκτήσει πλέον άλλη βαρύτητα, καθώς στην Ευρώπη έχει ξεκινήσει μια πολύ μεγάλη συζήτηση για την επίδραση των αρνητικών επιτοκίων στα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Το πρώτο καμπανάκι έχει ξεκινήσει από την Ολλανδία, μια χώρα που κατατάσσεται πρώτη στις συντάξεις παγκοσμίως, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της επενδυτικής συμβουλευτικής εταιρείας Mercer, καθώς το ταμείο της είναι αρκετά γενναιόδωρο, δίνοντας στους συνταξιούχους αποδοχές ίσες με το 80% του τελευταίου μισθού τους.
Εδώ και δύο μήνες όμως στους κόλπους του καλύτερου συνταξιοδοτικού συστήματος, υπάρχει η πίεση για μείωση συντάξεων ή για αύξηση των εισφορών των εργαζόμενων.
Τι έχει γίνει;
H Ολλανδία έχει το πιο δυνατό και αξιόπιστο συνταξιοδοτικό σύστημα, με αυστηρούς λογιστικούς κανόνες που υποχρεώνουν τα ταμεία να εγγράφουν στον παρόντα χρόνο μελλοντικές ζημιές από τις επενδυτικές τους τοποθετήσεις.
Για αυτό και η ζημιά των αρνητικών επιτοκίων αποκαλύφθηκε σε όλη της την έκταση πρώτα στην Ολλανδία, δημιουργώντας άμεση πίεση για μείωση των παροχών στους συνταξιούχους.
Όμως δεν είναι μόνο οι Ολλανδοί αντιμέτωποι με τη βόμβα του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Σύμφωνα με έρευνα που χρηματοδότησε η Amundi, o μεγαλύτερος διαχειριστής κεφαλαίων της Ευρώπης, στην οποία συμμετείχαν 153 πάροχοι συνταξιοδοτικών προγραμμάτων /υπηρεσιών ανά την Ευρώπη, με συνολικά περιουσιακά στοιχεία 1,9 τρισεκατομμυρίων ευρώ, μείωση των επιτοκίων κατά 1%:
- Aυξάνει τις υπολογιζόμενες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις κατά περίπου 20%.
-Μειώνει τον δείκτη χρηματοδότησης- μετρά την ικανότητα του παρόχου συνταξιοδότησης να εκπληρώνει τις μελλοντικές υποχρεώσεις του- κατά περίπου 10%.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ήδη τα ευρωπαϊκά συνταξιοδοτικά προγράμματα τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αθροίσει έναν μακρύ κατάλογο δυσκολιών:
Σχεδόν το 25% έχει επίπεδα χρηματοδότησης 90% ή λιγότερο.
Λιγότερα από το 1/3 καλύπτουν περισσότερο από το 100% των μελλοντικών τους υποχρεώσεων.
To 40% υποφέρει από αρνητικές καθαρές ταμειακές ροές, ενώ μόνο το 33%, εμφανίζει θετικές ταμειακές ροές.
Οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων στην έρευνα επιρρίπτουν ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση στην υιοθέτηση των αρνητικών επιτοκίων για παρατεταμένη χρονική περίοδο.
Το ποσοστό μάλιστα αυτών που συμφωνούν ότι με το QE έχει υπονομευθεί η μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων φτάνει το 62%.
Το πρόβλημα βέβαια ξεφεύγει της Γηραιάς Ηπείρου και αγγίζει όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Μελέτη του Group of 30 υπολογίζει πως οι κορυφαίες οικονομίες του κόσμου θα αντιμετωπίσουν αναλογιστικό έλλειμμα στα ασφαλιστικά τους συστήματα που θα φτάσει τα 15,8 τρισ δολ. το 2050, καθιστώντας πιο δύσκολο να προσφέρουν οικονομική ασφάλεια στους πολίτες που βγαίνουν στη σύνταξη, ακόμα και αν υπολογιστούν οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις για οικονομική ανάπτυξη, μισθούς και αποδόσεις από τις επενδύσεις.
Είναι κατανοητό λοιπόν, ότι δεδομένων των προβληματισμών για το πώς έχουν επιδράσει στα συνταξιοδοτικά ταμεία η δημογραφική γήρανση σε συνδυασμό με τις χαμηλές αποδόσεις λόγω της παρατεταμένης χρήσης των αρνητικών επιτοκίων, το guidance από τη νέα Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.
Πώς θα ζυγίσει η Κριστίν Λαγκάρντ τα σημερινά δεδομένα;
Θα διατηρήσει στο αμείωτο την προσήλωση της ΕΚΤ στον στόχο για άνοδο του πληθωρισμού και ενός αποδεκτού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, ή θα δώσει ένα σήμα ότι είμαστε κοντά στη στιγμή που θα αποδεχτεί το βραχυπρόθεσμο κόστος μιας επιβράδυνσης στον ρυθμό ανάπτυξης, έναντι των μακροπρόθεσμων πλεονεκτημάτων από την εγκατάλειψη της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων στα συνταξιοδοτικά προγράμματα;
Σ’έναν χρηματοπιστωτικό κόσμο που έχει εθιστεί στα αρνητικά επιτόκια, αν ισχύσει το δεύτερο σενάριο, ετοιμαστείτε για αναταράξεις.
Να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι ήδη η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας, η Riksbank, πριν έναν μήνα περίπου εγκατέλειψε την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων μετά από 5 χρόνια εφαρμογής της.
Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.
Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.