Η συζήτηση για το ύψος του κατώτατου μισθού, εισέρχεται στην τελευταία φάση της, καθώς σύμφωνα με διαρροές την επόμενη Δευτέρα, αναμένεται να ληφθούν οριστικές αποφάσεις το υπουργικό συμβούλιο. Μέχρι στιγμής, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους, επιδιώκοντας οι κυβερνητικές αποφάσεις να κλίνουν προς το μέρος τους.
Εκτός από τα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλαδή τις εργοδοτικές ενώσεις και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, απόψεις έχουν εκφράσει τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος, όσο και το ΙΟΒΕ. Η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΙΟΒΕ, δεν συμφωνούν με την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Εκτιμούν ότι η οικονομία δεν αντέχει να δώσει αυξήσεις, ειδικά μέσα στη δίνη της πανδημίας που μέχρι στιγμής αποτρέπει την επιστροφή της αγοράς στην κανονικότητα. Οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να βρίσκονται σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, φορτωμένες με μια ύφεση της τάξης του 8,2%, αναμένοντας μια ελπίδα ανάκαμψης του 4,2%.
Το -8,2% είναι ήδη καταγεγραμμένο. Αποτελεί μια ιστορική πραγματικότητα, ενώ το +4,2% αποτελεί μια εκτίμηση και μια πρόβλεψη, που μπορεί να επιτευχθεί, μπορεί όμως και όχι. Και η αμφιβολία, εδράζεται πάνω στην αβεβαιότητα των υγειονομικών εξελίξεων, που επηρεάζουν όχι μόνο τον τουρισμό, αλλά και τους υπόλοιπους τομείς της εγχώριας οικονομίας. Μια αβεβαιότητα που αγκαλιάζει όλους τους παράγοντες της πραγματικής οικονομίας.
Το σύνολο των εργοδοτικών οργανώσεων, εκτιμά ότι το ενδεχόμενο αύξησης του κατώτατου μισθού, θα πλήξει την επιχειρηματικότητα αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Που όχι μόνο έχουν κτυπηθεί από την κρίση, αλλά αγωνιούν για το αύριο, με δεδομένο ότι η κρατική στήριξη έχει εξαντλήσει τα όρια της και η πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό είναι δυσχερέστερη παρά ποτέ.
Διατυπώνουν την άποψη, ότι όσο διαρκεί η τρέχουσα οικονομική συγκυρία και οι επιπτώσεις από την πανδημία παραμένουν ορατές, δεν θα ήταν φρόνιμο και σκόπιμο να υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού. Υποστηρίζουν ότι σήμερα, εν μέσω πανδημίας, προέχει η προσπάθεια να σταθούν όρθιες οι επιχειρήσεις, ώστε να μη χαθούν θέσεις εργασίας. Οποιαδήποτε αύξηση του λειτουργικού κόστους, ειδικά των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σε αυτή τη φάση, θα έθετε εν αμφιβόλω την βιωσιμότητα των ήδη πληγέντων επιχειρήσεων.
Η ΓΣΕΕ από τη δική της πλευρά, προτείνει την αύξηση του κατώτατου μισθού από τα 650 ευρώ στα 751 ευρώ μέσα στο 2021 και στα 809 ευρώ το 2022. Δηλαδή μια αύξηση της τάξης του 15,5% για το τρέχον έτος και 7,7% για το επόμενο έτος.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα τι προτείνει η ΓΣΕΕ, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε 9 ευρωπαϊκές χώρες η αύξηση ξεπέρασε το 2% και σε 6 κράτη, η αύξηση ήταν μικρότερη του 2%. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, βρίσκεται στη 11η θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης, αν υπολογιστεί ότι ο συγκρίσιμος μισθός προκύπτει με πολλαπλασιασμό του κατώτατου μισθού επί 14 λόγω των δώρων και με διαίρεση δια του 12, που είναι οι μήνες απασχόλησης. Δηλαδή ισχύει η ακόλουθη αριθμητική πράξη: 650x14/12=758,33 ευρώ.
Η αλήθεια είναι ότι οι επιχειρήσεις που θα πληγούν ιδιαίτερα από την πιθανότητα αύξησης του κατώτατου μισθού, είναι οι μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Βγαίνοντας μάλιστα από το καθεστώς ενίσχυσης που προστάτευε τις θέσεις εργασίας, δεν θα διστάσουν να προχωρήσουν σε απολύσεις, αντί να αυξήσουν τα κόστη τους. Αντίθετα, οι πραγματικά βιώσιμες επιχειρήσεις, θα μπορούσαν ίσως να απορροφήσουν το έξτρα κόστος, αν οι εργαζόμενοι στις θέσεις απασχόλησης παράγουν πραγματικά το αντίστοιχο έργο.
Όμως, είναι λογικό να δίδονται αυξήσεις όταν δεν έχουν προηγηθεί αυξήσεις στους κύκλους εργασιών και στα κέρδη των επιχειρήσεων; Είναι λογικό να δίδονται αυξήσεις, λόγω της προεξόφλησης μελλοντικών θετικών εξελίξεων; Είναι λογικό να δίδονται αυξήσεις, πριν αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και η επαναφορά σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης; Κατά τη γνώμη μας, μια τέτοια απόφαση θα ήταν ιδιαίτερα επισφαλής. Και πιθανότατα θα οδηγούσε σε αύξηση της ανεργίας. Όπως έλεγαν και οι παλαιότεροι, δεν είναι δυνατόν να μοιράσεις περισσότερο ψωμί από αυτό που έχεις ψήσει στο φούρνο.