Παραμένει ισχυρή η αγορά ακινήτων παρά την επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών λόγω της επέμβασης της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τη διαπίστωση αυτή που διατυπώνουν μεσίτες, συμμερίζεται και η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη έκθεσή της, κάνοντας λόγο για θετικές προοπτικές της αγοράς ακινήτων για σειρά λόγων που σχετίζονται και με τις διαφαινόμενες καλές επιδόσεις του τουρισμού.
Εξάλλου, όπως αναφέρει αναλυτής στο Liberal Markets, ο κορονοϊός αποτέλεσε crash test για το ελληνικό real estate το οποίο κατάφερε να βγει με ελάχιστες απώλειες από τα αλλεπάλληλα lockdowns, την κατάρρευση των κινεζικών επενδύσεων και το, έστω προσωρινό, «πάγωμα» των συναλλαγών. Ενώ δηλαδή, τότε, οι Κασσάνδρες προέβλεπαν φαινόμενα μαζικών πωλητηρίων ακινήτων ιδίως από ιδιοκτήτες που είχαν δανειστεί για να ανακαινίσουν τα ακίνητά τους με στόχο να τα μετατρέψουν σε Airbnb, τελικά αυτό δε συνέβη. Με τα δεδομένα αυτά, η εξωγενής, αυτή τη φορά, κρίση που είχε ξεκινήσει με την εκδήλωση πληθωριστικών πιέσεων στην εποχή μετά την πανδημία (λόγω και αυξημένης ζήτησης) και κλιμακώθηκε ύστερα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, για την ώρα, δεν έχει καταφέρει να κάμψει τη δυναμική του ελληνικού real estate. Φέτος, εξάλλου, εκτιμάται ότι οι τιμές των κατοικιών θα ενισχυθούν σε ποσοστό της τάξεως του 10% πανελλαδικά, ποσοστό που η ΤτΕ τοποθετεί σε 10%.
Που οφείλεται όμως, η ανθεκτικότητα της κτηματαγοράς;
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η απουσία επαρκούς αποθέματος ακινήτων λόγω και μεγάλου αριθμού αγοραπωλησιών που πραγματοποιούνται σταθερά από τα τέλη του 2016 και μετά, διατηρεί τη ζήτηση σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Αποτέλεσμα; Όσο η ζήτηση παραμένει υψηλή τόσο οι τιμές θα ενισχύονται υπό την προϋπόθεση βέβαια, ότι το outlook της οικονομίας θα παραμένει θετικό και το κακό σενάριο του στασιμοπληθωρισμού δεν θα επαληθευθεί.
Σε κάθε όμως, περίπτωση, το απόθεμα ποιοτικών ακινήτων θα αργήσει να αυξηθεί. Λόγω και της εκτόξευσης του κόστους ανέγερσης μίας οικοδομής, νέα projects που υλοποιούνται με ζημιά θα ανασταλούν τουλάχιστον μέχρι το φαινόμενο των ανατιμήσεων τεθεί υπό έλεγχο. Έτσι, οι τιμές των παλαιών ιδιοκτησιών θα αυξηθούν, ενώ όσα καινούργια βγαίνουν στην αγορά θα διατίθενται ακριβότερα, σε σχέση με την περίοδο πριν το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης. Με άλλα λόγια, οι τιμές παλαιών και νεόδμητων δεν θα σταματήσουν να αυξάνονται, με την άνοδο να τροφοδοτούν και οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας.
Ένας ακόμη από τους βασικούς παράγοντες που στηρίζει το θετικό σενάριο του ελληνικού real estate σχετίζεται με τον τουρισμό. Φέτος, βάσει όλων των ενδείξεων και των τουριστικών κρατήσεων, εάν οι αφίξεις δεν ξεπεράσουν τα επίπεδα του 2019, θα κινηθούν με εκείνη τη χρονιά οπότε ο τουρισμός είχε κάνει ρεκόρ. Οι καλές επιδόσεις του τουρισμού, όπως εξηγούν αναλυτές, επηρεάζουν θετικά την αγορά ακινήτων η οποία απορροφά εισερχόμενη ρευστότητα μέσω είτε βραχυπρόθεσμων είτε τουριστικών ενοικιάσεων. Εάν, δε, οι καλές αυτές επιδόσεις του τουρισμού διαρκέσουν μέχρι τις αρχές του Νοεμβρίου, όπως είχε συμβεί το 2019, τότε σημαντικός αριθμός κατοικιών θα παραμείνουν ενοικιασμένες μέσω Airbnb. Το γεγονός αυτό εκτιμάται ότι θα συμβάλει στην περαιτέρω αύξηση των μισθωμάτων στις μακροπρόθεσμες ενοικιάσεις ή θα τροφοδοτήσει νέα deals.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως αναφέρει μεσίτης, η τιμή διαμερίσματος της δεκαετίας του 1970, τρίτου ορόφου κοντά σε σταθμό του μετρό, που χρήζει μερικής ανακαίνισης, έχει αυξηθεί από 110 χιλ. ευρώ τον Ιανουάριο σε 120 έως 130 χιλ. σήμερα. Βέβαια, αυτής της κατηγορίας τα ακίνητα, που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από μέσα σταθερής τροχιάς, διαθέτουν το συγκριτικό πλεονέκτημα της δυνατότητας για φθηνή μετακίνηση, σε μία εποχή κατά την οποία η τιμή της βενζίνης έχει ξεπεράσει τα 2 ευρώ ανά λίτρο.
Με άλλα λόγια, η ισχυρότερη ζήτηση έναντι της προσφοράς, το «πάγωμα» λόγω κόστους ορισμένων projects ανάπτυξης ακινήτων, η μεγάλη επιστροφή του Airbnb λόγω και των καλών προοπτικών του τουρισμού και η αναζωπύρωση των deals από ξένους αγοραστές διατηρούν θετικές τις προοπτικές του ελληνικού real estate.