Η γερμανική αεροπορική εταιρεία Lufthansa και η MSC, με τον τεράστιο στόλο από containerships και έναν μεγάλο στόλο από κρουαζιερόπλοια, εξέφρασαν την πρόθεση να συνεργαστούν για την απόκτηση της πλειοψηφίας των μετοχών της ITA, της διαδόχου της Alitalia. Ευρισκόμενες και οι δύο σε καλή κατάσταση, προσπαθούν με αυτή την κίνηση να γίνουν ακόμα πιο ισχυρές σε μία στιγμή που οι παγκόσμιες μεταφορές διανύουν μία μεταβατική περίοδο.
Η Alitalia, που για πολλές δεκαετίες ήταν η υπό κρατικό έλεγχο αεροπορική εταιρεία της Ιταλίας, έκλεισε οριστικά τον Οκτώβριο του 2021, και ποτέ δεν κατάφερε να λειτουργήσει χωρίς να επιβαρύνει με τις ζημιές της τους Ιταλούς φορολογούμενους, ή (για τα λίγα χρόνια που λειτούργησε εκτός κρατικού ελέγχου) τους μετόχους της. Από τις 15 Οκτωβρίου του 2021, το μεταφορικό της έργο το έχει αναλάβει η κατά 100% υπό κρατικό έλεγχο Italia Trasporto Aereo S.p.A. ή πιο απλά ITA Airways. Παρά το γεγονός πως η Alitalia πολλές φορές προβάλλεται ως ένα παράδειγμα μίας απόλυτα αποτυχημένης διαχείρισης, είναι αλήθεια πως αυτό ίσχυε παλαιότερα.
Τα τελευταία χρόνια ήταν σχεδόν αδύνατον για την εταιρεία να λειτουργήσει κερδοφόρα, αφού η σιδηροδρομική γραμμή υψηλών ταχυτήτων που ενώνει τη Ρώμη με το Μιλάνο της έχει στερήσει έσοδα από το δυνητικά πιο προσοδοφόρο δρομολόγιο, ενώ στις γραμμές που συνδέουν την ενδοχώρα με τα ιταλικά νησιά υφίσταται ανελέητο ανταγωνισμό από τις εταιρείες χαμηλού κόστους. Έχοντας αυτά υπόψη της, και μη θέλοντας να αντιμετωπίσει και πάλι την οργή των φορολογουμένων (η ενίσχυση προς την παραπαίουσα Alitalia κατά τη διάρκεια της πανδημίας έφθασε τα 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό αρκετά μεγαλύτερο από τον προϋπολογισμό για την Παιδεία), η κυβέρνηση της χώρας φρόντισε έτσι ώστε το μέγεθος της διαδόχου της να είναι λιγότερο από το μισό της εταιρείας.
Παρ’ όλα αυτά, στο πρώτο τρίμηνο της λειτουργίας της ITA φαίνεται πως το αποτέλεσμα είναι έντονα ζημιογόνο. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν η εμφάνιση δύο επιχειρήσεων που υπόσχονται να αποκτήσουν την πλειοψηφία των μετοχών της ITA καταβάλλοντας λίγο πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ, με το ιταλικό Δημόσιο να κρατά ένα μειοψηφικό μερίδιο, και να την ενισχύσουν, ωφελούμενες και αυτές φυσικά.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου, με βάση την ανακοίνωση που εξέδωσε η MSC την προηγούμενη Δευτέρα και τη συνέντευξη τύπου του Gianluigi Aponte την Πέμπτη, το πιθανότερο είναι πως τη χρηματοδότηση της αγοράς του πλειοψηφικού μεριδίου θα την αναλάβει η MSC, ενώ η γερμανική αεροπορική εταιρεία θα έχει έναν ρόλο που θα μοιάζει περισσότερο με αυτόν του τεχνικού συμβούλου. Η εξήγηση για αυτή την κατανομή αρμοδιοτήτων έχει σχέση με την τωρινή κατάσταση των δύο εταιρειών.
Η MSC βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και, σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, πρόσφατα ξεπέρασε τη δανέζικη Maersk και έγινε η μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης containerships στον κόσμο. Επειδή η εταιρεία δεν είναι εισηγμένη σε χρηματιστήριο, τα πλήρη οικονομικά της στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα, σύμφωνα όμως με το Bloomberg, ο στόλος της είναι μεγαλύτερος από 550 πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, συμμετέχει σε εταιρεία διαχείρισης λιμένων και είναι ιδιοκτήτρια της τρίτης μεγαλύτερης εταιρείας κρουαζιέρας στον κόσμο. Το γεγονός ότι το 2021 ήταν η πλέον κερδοφόρα χρονιά στην ιστορία για τις εταιρείες που διαχειρίζονται containerships δεν αφήνει αμφιβολία για το πόσο δυνατή είναι αυτή τη στιγμή η εταιρεία που ανήκει στην ιταλική οικογένεια Aponte.
Από τη μεριά της, η Lufthansa φαίνεται πως βγαίνει δυνατή από την περιπέτεια της πανδημίας. Έχει ήδη επιστρέψει στο Γερμανικό Δημόσιο τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ της βοήθειας που δέχθηκε το 2020, και παρά το γεγονός πως τα οικονομικά αποτελέσματά της για το 2021 θα είναι πολύ ζημιογόνα, μάλλον πάνω από 2,5 δις ευρώ, είναι φανερό πως έχει ξεπεράσει τα δύσκολα. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός πως το Γερμανικό Δημόσιο κατέχει το 14% των μετοχών της (το απέκτησε μέσα στην πανδημία στα πλαίσια της βοήθειας προς την εταιρεία) κάνει τη διοίκηση του Carsten Spohr διστακτική στο να ξοδέψει χρήματα για την εξαγορά μεριδίου της ITA, παρά το γεγονός πως είναι πλέον ελεύθερη να προχωρήσει σε επιχειρηματικές συνεργασίες.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της MSC, οι δύο εταιρείες ζήτησαν ένα χρονικό περιθώριο ενενήντα ημερών από τη διοίκηση της ITA, προκειμένου να μελετήσουν τα οικονομικά της στοιχεία έτσι ώστε να μπορούν να αποφασίσουν αν θα υποβάλλουν και επίσημη δεσμευτική προσφορά για την εξαγορά του πλειοψηφικού μεριδίου της ιταλικής εταιρείας. Η ITA λογικά θα συνεργαστεί με το δίδυμο, αφού ο διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης Alfredo Altavilla δεν έχει κρύψει την επιθυμία του να αποκτήσει ισχυρούς διεθνείς εταίρους και να διασφαλίσει την οικονομική υγεία της επιχείρησης (και να μην εξαγριώσει και πάλι τους Ιταλούς φορολογούμενους).
Ανεξάρτητα από το αν οι δύο εταιρείες θα υποβάλλουν τελικά την προσφορά τους, η κίνησή τους έχει ξεκάθαρη επιχειρηματική λογική. Τα δρομολόγια της Lufthansa και της IΤΑ είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικά μέσα στην Ευρώπη, και ανταγωνιστικά στις υπερατλαντικές πτήσεις. Η μείωση του ανταγωνισμού τους στα δρομολόγια προς τις ΗΠΑ και ο συνδυασμός των ευρωπαϊκών θα μειώσει το κόστος λειτουργίας και θα κάνει και τις δύο εταιρείες πιο δυνατές απέναντι στον ανταγωνισμό.
Η επιχειρηματική λογική από τη μεριά της MSC είναι λίγο πιο πολύπλοκη αλλά μάλλον ξεκάθαρη. Η συμμετοχή της σε αεροπορική εταιρεία θα της δώσει ένα μεγάλο πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές της στον τομέα της κρουαζιέρας, αφού θα μπορεί να μεταφέρει τους τουρίστες εύκολα στα λιμάνια επιβίβασης ή από τα λιμάνια αποβίβασης. Περισσότερο ενδιαφέρον όμως έχει ο τομέας των εμπορευματικών μεταφορών, αφού έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που είχαμε δει προ μερικών εβδομάδων, σχετικά με την προσπάθεια των μεγάλων μεταφορικών επιχειρήσεων να αποκτήσουν δραστηριότητές στην ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα για να μπορούν να παρέχουν στους πελάτες τους ολοκληρωμένες υπηρεσίες από την πόρτα των εργοστασίων μέχρι τους τελικούς καταναλωτές (Containership:Οι παγκόσμιοι κολοσσοί κάνουν απόβαση στα χερσαία logistics | Liberal Markets).
Όπως είχαμε δει τότε, η MSC προσπαθεί να «κάνει απόβαση» στην Αφρική, αποκτώντας λιμάνια, αποθηκευτικούς χώρους και σιδηροδρομικές γραμμές, οπότε η συμμετοχή της σε μία αεροπορική εταιρεία εντάσσεται προφανώς σε αυτόν τον σχεδιασμό. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη εταιρεία με containerships που επεκτείνεται στις αεροπορικές μεταφορές. Η γαλλική ανταγωνίστριά της CMA CGM έχει ήδη αγοράσει πέντε αεροσκάφη cargo από την Airbus και έχει παραγγείλει άλλα τέσσερα, ενώ και η Maersk έχει ήδη δική της αεροπορική εταιρεία, με πέντε αεροσκάφη cargo και ετοιμάζεται να εξαγοράσει μία γερμανική εταιρεία αερομεταφορών.
Είναι φανερό πως η μεγάλη αναταραχή που προκάλεσε η πανδημία έχει γίνει αφορμή για μία ριζική αλλαγή του τοπίου στις παγκόσμιες μεταφορές, με τους μεγάλους ομίλους που έχουν κυριολεκτικά «θησαυρίσει» από την έκρηξη των ναύλων των θαλάσσιων εμπορευματικών μεταφορών να έχουν το πάνω χέρι στην ενοποίηση των χερσαίων, θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών με τον τομέα αποθηκευτικών εγκαταστάσεων (logistics).
Όσο για την πιθανή εξαγορά μεριδίου της ITA, οι πιθανότητες να προχωρήσει δεν είναι μικρές. Η διοίκηση της εταιρείας τη βλέπει με συμπάθεια, οι ενώσεις των εργαζομένων έχουν ήδη εκφραστεί θετικά, ενώ και η ιταλική κυβέρνηση σίγουρα θα χαρεί αν αυτή προχωρήσει (αν δεν έχουμε παράξενες πολιτικές εξελίξεις). Αν δεν χαλάσει κάτι, οι μεγάλοι κερδισμένοι θα είναι οι Ιταλοί φορολογούμενοι, οι οποίοι θα έχουν πλέον μία τρύπα λιγότερη στις τσέπες τους.