Όσοι περιγράφουν τις τράπεζες σαν το κυκλοφοριακό σύστημα της οικονομίας δίνουν μια εξαιρετικά εύστοχη μεταφορά, θέλοντας να υπερτονίσουν τον κομβικό ρόλο του τραπεζικού συστήματος στην οικονομική δραστηριότητα και συνεπακόλουθα στην οικονομική ανάπτυξη.
Τι μήνυμα δίνει λοιπόν ο τραπεζικός κλάδος για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε;
Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην συμπεριφορά των ελληνικών τραπεζών που από την αρχή του χρόνου και μέχρι το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου έγραφαν απώλειες 62%, έναντι απωλειών 30% του Γενικού Δείκτη.
Ο τραπεζικός δείκτης της Ευρωζώνης παρέμεινε επίσης μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα κοντά στα επίπεδα που βρέθηκε κατά το sell off μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, καθώς ακολούθησε μόλις τις τελευταίες μέρες το bear-market rally το οποίο βοήθησε τις αγορές να διαγράψουν μεγάλο μέρος των απωλειών τους.
Ο STOXX Europe Banks 600 από τις 146 μονάδες αρχές του έτους κινήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα ως επί το πλείστον πέριξ των 93 μονάδων, μόλις ένα 16% από τα πρόσφατα χαμηλά του, ενώ χάρη στην Πρόεδρο της ΕΚΤ κατάφερε αυτή την εβδομάδα να ενισχυθεί δυναμικά κατά 11% στις 104 μονάδες. Παρά τη βελτίωση, η απόδοση του YTD παραμένει απογοητευτική στο -27,19%.
Παρεμφερή εικόνα έχουμε από τον Euro Stoxx banks, με απώλειες από αρχή του έτους -28,5 % , απόδοση έτους -19,77% και το volatility πάνω από 40%.
Για να έχουμε ένα μέσο σύγκρισης, ας δούμε τις αποδόσεις ενός άλλου κλάδου, εκείνου του Health Care. Η απόδοση του δείκτη STOXX Europe Health Care 600 ενός έτους είναι +20,38%, YTD 1% ενώ από τα χαμηλά του Μαρτίου είναι +33% και το volatility είναι 20.41% .
Οι διαφορές είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς και δεν συγκρίναμε καν τον τραπεζικό κλάδο μ’έναν πιο επιθετικό κλάδο, όπως της τεχνολογίας.
Οι προϋποθέσεις μιας θετικής στάσης
H υποαπόδοση αυτή έχει κάνει πολλούς οίκους όπως για παράδειγμα η Morgan Stanley να προτείνουν τοποθετήσεις στον ευρωπαϊκό κλάδο με το εξής σκεπτικό:
- Πρώτον, ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης διαπραγματεύονται κατά 27% χαμηλότερα του fair value και
-Δεύτερον, εάν τελικά εγκριθεί από τα κοινοβούλια η γαλλογερμανική πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης, αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην απόδοση του τραπεζικού κλάδου.
Πιο συγκεκριμμένα, στο βασικό σενάριο της η Morgan Stanley προβλέπει υποχώρηση του ιταλικού spread στις 125 μονάδες βάσης έως τα τέλη του 2020, λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε.
Η παραπάνω εξέλιξη εκτιμάται ότι θα δώσει ώθηση στις ευρωπαϊκές μετοχές, με τους αναλυτές να κάνουν λόγο για αύξηση 10% στο P/E και ακόμα μεγαλύτερη άνοδο για τις μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Η στήλη συμφωνεί με την παραπάνω άποψη αλλά υπό δύο προϋποθέσεις:
-Η πρώτη είναι να εγκριθεί καταρχήν το Ταμείο Ανάκαμψης .
Αν πρόσθετα προχωρήσει και το σχέδιο της Κομισιόν για ένα πακέτο δημοσιονομικής τόνωσης ύψους 750 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 500 δισ. ευρώ θα διανεμηθούν με τη μορφή επιχορηγήσεων στα κράτη μέλη-άρα δεν θα αυξήσουν το χρέος- και τα 250 δισ. ευρώ σε δάνεια, τότε πράγματι θα έχει δημιουργηθεί μια πρώτης τάξεως ασπίδα.
-Η δεύτερη είναι η έγκριση του Ταμείου να συνοδευτεί από την δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί για τη συγχρηματοδότηση ενός προγράμματος τύπου TARP για την επανεξαγορά ενεργητικού υψηλού κινδύνου.
Αυτό θα είναι μια κομβική εξέλιξη για το μέλλον του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου.
Ας θυμηθούμε ότι το πρόγραμμα Troubled Asset Relief των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ήταν αυτό που έδωσε το προβάδισμα στις αμερικανικές τράπεζες έναντι των ευρωπαϊκών, καθώς η αμερικανική κυβέρνηση έδωσε περίπου 250 δισ. δολάρια στις τράπεζες.
Αν εντοπίσουμε λοιπόν μια σοβαρή δυναμική προς μια τέτοια εξέλιξη, σίγουρα θα είμαστε πιο αισιόδοξοι για την πορεία των τραπεζικών μετοχών. (σ.μ: από επενδυτική σκοπιά πάντα και όχι από τη σκοπιά του βραχυπρόθεσμου trade).
Οι αερόσακοι
Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι άλλο: Μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδρομή προς ένα ευρωπαϊκό TARP, πόσο άνετοι θα μπορούσαμε να είμαστε με τραπεζικές μετοχές κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ενδεχομένως να είναι η μακροπρόθεσμη καταστροφή της ζήτησης;
Μήπως για αυτό σιωπηρά η αγορά τοποθετεί τον κλάδο ως ουραγό της ανόδου, αντί να τον έχει τοποθετήσει στην πρώτη γραμμή;
Οι τράπεζες καλούνται -και φυσικά έτσι πρέπει να γίνει- να χρηματοδοτήσουν την οικονομία. Όμως δεδομένων των συνθηκών, είναι θέμα χρόνου να κάνει την εμφάνιση της μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Το ευτυχές γεγονός σε αυτή την αναπόφευκτη κατάληξη είναι ότι οι τράπεζες είναι καλύτερα προετοιμασμένες χάρη στα κεφαλαιακά «μαξιλάρια» που είχαν χτιστεί μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Επιπλέον οι Κεντρικές Τράπεζες λόγω της πρότερης εμπειρίας έχουν εξαιρετικά αντανακλαστικά.
Ο βαθμός επιδείνωσης λοιπόν της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων σαφέστατα και θα μειώσει ταχύτητα ελέω των τεράστιων προγραμμάτων δημοσιονομικής τόνωσης και χορήγησης ρευστότητας.
Επιπλέον,
- Τα μέτρα των ρυθμιστικών αρχών για τη χαλάρωση των απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια θα προσφέρουν ουσιαστικό περιθώριο για τις τράπεζες.
- Ενώ οι αρχές σε όλη την Ευρώπη ενθαρρύνουν ή και υποχρεώνουν τις τράπεζες να εφαρμόσουν μέτρα ανοχής δανείων, όπως διακοπές εξόφλησης δανείων κ.α, θα συνεχίσουν να αναγνωρίζονται τα έσοδα από τόκους κανονικά ανά τρίμηνο και ας έχει αναβληθεί η πληρωμή τους.
-Οι καταθέσεις λιανικής ενδέχεται να είναι υψηλότερες, αντικατοπτρίζοντας τις περιορισμένες καταναλωτικές δαπάνες ως αποτέλεσμα του περιορισμού της δραστηριότητας και της προσοχής των καταναλωτών γενικότερα.
Βέβαια κατά την άποψή μας, αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουν οι τράπεζες.
Τι εννοούμε; Ακόμα και αν υπάρξει ζήτηση για δάνεια και έτσι «δανείσουν» αμέσως αυτές τις καταθέσεις, γνωρίζουν απόλυτα ότι η άνοδος των καταθέσεων μπορεί να είναι προσωρινή λόγω της αύξησης της ανεργίας.
Από την άλλη, όσες τράπεζες δεν επιθυμούν να χρεώσουν αρνητικά επιτόκια, αναγκαστικά θα δεχτούν μείωση στα καθαρά περιθώρια επιτοκίου.
Αερόσακοι λοιπόν υπάρχουν, όμως στο τέλος της ημέρας, όλα θα εξαρτηθούν από την διάρκεια και την ένταση της πανδημίας.
Πολλά θα εξαρτηθούν από την αξία των collaterals
Όσο περισσότερο διαρκέσει η οικονομική επιβράδυνση, τόσο μεγαλύτερη πίεση θα δημιουργεί στους δανειολήπτες, με αποτέλεσμα απλήρωτα δάνεια, υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης και εν κατακλείδι υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας.
Η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων θα «υποφέρει» περισσότερο στις τράπεζες με υψηλότερα ανοίγματα στους κλάδους που πλήττονται περισσότερο, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ο τουρισμός, η ναυτιλία και το λιανικό εμπόριο, τα εμπορικά και επαγγελματικά ακίνητα.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν δυνατή και σταθερή λειτουργική κερδοφορία πριν την πανδημία, θα το κάνουν κατά την διάρκεια μιας άνευ προηγουμένου κρίσης σαν αυτή που βιώνουμε αυτό το διάστημα;
Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στοχεύουν στο να κρατηθούν οι κρουνοί ρευστότητας ανοιχτοί. Η τραπεζική κερδοφορία είναι ένα τελείως διαφορετικό κεφάλαιο.
Όπως ένα διαφορετικό κεφάλαιο είναι οι πιθανές εξελίξεις αν η οικονομία προσβληθεί από ένα δεύτερο πανδημικό κύμα και τα collaterals αρχίσουν το ένα μετά το άλλο να καταρρέουν.
Και κάπου εδώ αρχίζει το κεφάλαιο του πιστωτικού κινδύνου, ο οποίος διαφοροποιείται από τράπεζα σε τράπεζα από 22 έως και 75 μονάδες βάσης- αναλόγως και των παραδοχών για την πτώση του ΑΕΠ οι οποίες ποικίλουν- χωρίς ν’ αποκλείεται η αβεβαιότητα σε σχέση με τον κορονοϊό να τον εκτοξεύσει περαιτέρω.
Η Fitch πρόσφατα πραγματοποίησε περισσότερες από 100 ενέργειες αξιολόγησης σε τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες ήταν αρνητικές.
Επιπλέον το ΔΝΤ στην τελευταία του έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα προέβλεψε ότι οι τράπεζες θα αργήσουν να ανακάμψουν από πλευράς κερδοφορίας, ακόμα και αν η οικονομία ανακάμψει νωρίτερα.
Συμπερασματικά, η τελική επίδραση της κρίσης στα πιστωτικά προφίλ των τραπεζών εξακολουθεί να είναι ασαφής και ο πλήρης οικονομικός αντίκτυπος θα εξαρτηθεί από την κλίμακα και τη διάρκεια της επιδημίας. Ως εκ τούτου, το ρίσκο του κλάδου παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Οι επίσημοι φορείς μας προετοιμάζουν για το μέλλον
«Η οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται να συρρικνωθεί με βάση τα μέτρια έως άσχημα σενάρια που έχει εκπονήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα».
Αυτό ήταν το μήνυμα της Christine Lagarde πριν 10 ημέρες που λίγο πολύ το επανέλαβε και αυτή την εβδομάδα, αποκλείοντας μάλιστα κατηγορηματικά την «ήπια» πιθανότητα.
Ποιο είναι το κακό σενάριο; Μείωση του ΑΕΠ 12%.
Το μέτριο μιλάει για μείωση 8% ενώ το ήπιο, το οποίο σύμφωνα με την κεφαλή της ΕΚΤ δεν έχει καν πιθανότητες, προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 5%.
Το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές αγορές κατά την ώρα των ανακοινώσεων αυτών αντέδρασαν με άνοδο 1,8% , οφείλεται ότι τα κακά νέα συνοδεύτηκαν από δημοσιεύματα στο Βloomberg που προετοίμασαν για την πρόταση της Κομισιόν περί του πακέτου δημοσιονομικής τόνωσης ύψους 750 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 500 δισ. ευρώ θα διανεμηθούν με τη μορφή επιχορηγήσεων στα κράτη μέλη και τα 250 δισ. ευρώ σε δάνεια.
Με βάση την πρόταση της Κομισιόν οι χώρες που έχουν πληγεί ιδιαίτερα όπως η Ιταλία και η Ισπανία θα λάβουν την μερίδα του λέοντος ενώ η Ελλάδα θα λάβει 22,5 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,4 δισ. ευρώ σε δάνεια.
Το αν τελικά αυτή η πρόταση προχωρήσει θα κρίνει πολλά περισσότερα από όσο νομίζουμε, γι’αυτό και η τελική της κατάληξη θα διαδραματίσει κομβικό ρόλο όσον αφορά τις σταθμίσεις και τις συνθέσεις των επενδυτικών χαρτοφυλακίων, καθώς η Ευρωζώνη αυτή τη στιγμή χρειάζεται γενναίες αποφάσεις αλληλεγγύης, οι οποίες όμως δεν θα πρέπει ν’αυξάνουν το χρέος.
Το πόσο δραματική είναι η περίοδος που διανύουμε αποκάλυψε πρόσφατα σε συνέντευξη της στους Financial Times και η Kristalina Georgieva.
Η επικεφαλής του ΔΝΤ δεν έκρυψε τις βαθιές της ανησυχίες όταν ερωτήθηκε για την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος: «Οδεύουμε προς μια βαθιά ύφεση το 2020, και μια ανάκαμψη μόνο εν μέρει το 2021, αυτή η ανθεκτικότητα θα δοκιμαστεί».
Η συνέχεια όμως έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι οι διεθνείς συστημικές τράπεζες εκταμίευσαν πέρσι περίπου 250 δισ. δολάρια σε μερίσματα και επαναγορά μετοχών.
«Φέτος θα πρέπει να διατηρήσουν τα κέρδη τους για να χτίσουν κεφάλαια στο σύστημα» τόνισε η επικεφαλής του ΔΝΤ, προιωνίζοντας ενδεχομένως ότι οι τράπεζες θα σταματήσουν τις διανομές μερισμάτων και τις επαναγορές μετοχών κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020.
Το κερασάκι στην τούρτα;
Κλείνοντας την συνέντευξη η Kristalina Georgieva δεν απέκλεισε ενόψει της απότομης οικονομικής συρρίκνωσης την πιθανότητα για περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών.
Συμπέρασμα: Ας αισιοδοξούμε για τα καλύτερα, αλλά να παραμένουμε σε ετοιμότητα για τα χειρότερα.
*Μερική αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο 30-31 Μαΐου
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.