Οι ξένες επιχειρήσεις αποσύρουν χρήματα από την Κίνα με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι τα τοποθετούν, καθώς η επιβράδυνση της οικονομίας της χώρας, τα χαμηλά επιτόκια και η γεωπολιτική διαμάχη με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εγείρει αμφιβολίες για τις οικονομικές της δυνατότητες.
Όλα τα βλέμματα θα είναι στραμμένα αύριο, Τετάρτη, στην κρίσιμη συνάντηση μεταξύ του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις φαίνεται ότι ήδη έχουν επιλέξει να κινηθούν προσεκτικά.
«Οι ανησυχίες γύρω από τον γεωπολιτικό κίνδυνο, η αβεβαιότητα της εγχώριας πολιτικής και η επιβράδυνση της ανάπτυξης ωθούν τις εταιρείες να σκεφτούν εναλλακτικές αγορές», δηλώνει ο Νικ Μάρο από την Economist Intelligence Unit (EIU) μιλώντας στο BBC.
Η κινεζική οικονομία παρουσίασε έλλειμμα 11,8 δισ. δολαρίων (9,6 δισ. λιρών) σε ξένες επενδύσεις κατά τους τρεις μήνες έως το τέλος Σεπτεμβρίου -για πρώτη φορά από την έναρξη των σχετικών καταγραφών το 1998. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι ξένες εταιρείες δεν επενδύουν εκ νέου τα κέρδη τους στην Κίνα, αλλά μάλλον μεταφέρουν τα χρήματα εκτός της χώρας.
«Η Κίνα αντιμετωπίζει σήμερα βραδύτερη ανάπτυξη και πρέπει να κάνει κάποιες διορθώσεις», επισημαίνει εκπρόσωπος της ελβετικής εταιρείας κατασκευής βιομηχανικών μηχανημάτων Oerlikon, η οποία απέσυρε 277 εκατ. δολάρια από τη χώρα πέρυσι.
«Το 2022, ήμασταν από τις πρώτες εταιρείες που ανακοίνωσαν με διαφάνεια ότι αναμένουμε ότι η οικονομική επιβράδυνση στην Κίνα θα επηρεάσει τις δραστηριότητές μας. Κατά συνέπεια, αρχίσαμε από νωρίς να εφαρμόζουμε δράσεις και μέτρα για τον μετριασμό αυτών των επιπτώσεων», αναφέρει.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η Κίνα παραμένει βασική αγορά για την εταιρεία. Απασχολεί σχεδόν 2.000 υπαλλήλους σε όλη τη χώρα, όπου και κατευθύνεται περισσότερο από το ένα τρίτο των πωλήσεών της. Η Oerlikon σημειώνει ότι διατηρείται η πρόβλεψη για ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας της τάξεως του 5% τα επόμενα χρόνια, «η οποία είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο».
Από την έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού επιχειρήσεις όπως η Oerlikon έχουν αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της λειτουργίας στη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου, η οποία και εφάρμοσε από τα πλέον δρακόντεια μέτρα περιορισμού της μετάδοσης του ιού, τη λεγόμενη πολιτική «μηδενικής Covid».
Ως αποτέλεσμα προκλήθηκαν διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού πολλών εταιρειών, όπως ο τεχνολογικός γίγαντας Apple, ο οποίος κατασκευάζει το μεγαλύτερο μέρος των iPhone στην Κίνα. Έκτοτε, η εταιρεία διαφοροποίησε την αλυσίδα εφοδιασμού της μεταφέροντας μέρος της παραγωγής της στην Ινδία.
Ο Νικ Μάρο θεωρεί ότι περισσότερες εταιρείες έχουν λάβει υπόψη τους τις εκκλήσεις για διαφοροποίηση φέτος, καθώς οι εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών αυξήθηκαν με νέους περιορισμούς στις εξαγωγές πρώτων υλών και τεχνολογίας που απαιτούνται για την κατασκευή προηγμένων τσιπ.
«Δεν βλέπουμε πολλές εταιρείες να αποσύρονται από την Κίνα. Πολλές από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες βρίσκονται στην αγορά εδώ και δεκαετίες και δεν είναι διατεθειμένες να εγκαταλείψουν μερίδιο αγοράς που έχουν δαπανήσει 20, 30 ή 40 χρόνια για να καλλιεργήσουν. Όσον αφορά όμως τις νέες επενδύσεις, ειδικότερα, βλέπουμε μια επανεκτίμηση», εξηγεί.
Οι επιχειρήσεις εξετάζουν επίσης τον αντίκτυπο των επιτοκίων. Η Κίνα ακολούθησε την τάση πολλών χωρών διεθνώς που αύξησαν απότομα τα επιτόκια πέρυσι. Πολλές μεγάλες κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αύξησαν τα επιτόκια για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό. Το υψηλότερο κόστος δανεισμού, το οποίο «υπόσχεται» υψηλότερες αποδόσεις, προσελκύει επίσης ξένα κεφάλαια.
Εν τω μεταξύ, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Κίνα μείωσαν το κόστος δανεισμού για να στηρίξουν την οικονομία και τον προβληματικό κλάδο των ακινητών. Το γιουάν έχει υποτιμηθεί κατά περισσότερο από 5% έναντι του δολαρίου και του ευρώ φέτος.
Αντί να επενδύουν τα κέρδη από την Κίνα πίσω στη χώρα, οι επιχειρήσεις διοχετεύουν αλλού τα χρήματα, κατά το Εμπορικό Επιμελητήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα. «Όσοι έχουν πλεονάζοντα μετρητά και κέρδη στην Κίνα μεταφέρουν ολοένα και περισσότερο αυτά τα κεφάλαια στο εξωτερικό, όπου θα κερδίσουν υψηλότερη επενδυτική απόδοση σε σύγκριση με τις επενδύσεις στην Κίνα», αναφέρει.
Ορισμένες επιχειρήσεις έχουν αποσύρει τα κέρδη τους από την Κίνα ως «μέρος των μακροπρόθεσμων κύκλων εργασιών τους» που προβλέπει ανάλογη κίνηση «μόλις τα έργα τους φθάσουν σε συγκεκριμένη κλίμακα και κερδοφορία», παρατηρεί την ίδια στιγμή ο Μάικλ Χαρτ, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ στην Κίνα.
«Η απόσυρση των κερδών δεν υποδηλώνει απαραίτητα ότι οι εταιρείες είναι δυσαρεστημένες με την Κίνα, αλλά μάλλον ότι οι επενδύσεις τους εδώ έχουν ωριμάσει», σημειώνει εκτιμώντας ότι αυτό είναι «ενθαρρυντικό, διότι σημαίνει ότι οι εταιρείες είναι σε θέση να ενσωματώσουν τις δραστηριότητές τους στην Κίνα στις παγκόσμιες δραστηριότητές τους».
Η εδρεύουσα στον Καναδά εταιρεία του κλάδου της αεροδιαστημικής βιομηχανίας Firan Technology Group επένδυσε έως και 7,2 εκατ. δολάρια στην Κίνα την τελευταία δεκαετία και απέσυρε 2,2 εκατ. δολάρια από τη χώρα πέρυσι και το πρώτο τρίμηνο του 2023. «Δεν αποχωρούμε σε καμία περίπτωση από την Κίνα. Επενδύουμε και αναπτύσσουμε την επιχείρησή μας εκεί και αφαιρούμε πλεονάζοντα κέρδη για να επενδύσουμε αλλού στον κόσμο», λέει ο Μπραντ Μπερν, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι -τόσο όσον αφορά τα επιτόκια όσο και τις σχέσεις μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας θα μπορούσε να προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση των επιτοκίων φέτος για να στηρίξει την οικονομία της, εκτιμά ο Νταν Γουάνγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Hang Seng Bank της Κίνας. Η μείωση των επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στο ήδη αποδυναμωμένο γιουάν.
«Υπάρχει πολύ περιορισμένο περιθώριο για νομισματική χαλάρωση αυτή τη στιγμή λόγω της πίεσης της υποτίμησης του νομίσματος», επισημαίνει εξηγώντας ότι «εάν το οικονομικό κλίμα βελτιωθεί τον επόμενο μήνα, είναι ασφαλές να πούμε ότι η Κίνα θα μειώσει τα επιτόκια, όμως αν το κλίμα δεν βελτιωθεί, η Κεντρική Τράπεζα θα κληθεί να λάβει μία πολύ δύσκολη απόφαση».
Οι επιχειρήσεις είναι συγκρατημένα αισιόδοξες για την επικείμενη συνάντηση μεταξύ των Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ, επισημαίνει ο Νικ Μάρο του Economist Intelligence Unit. «Οι κατ' ιδίαν συναντήσεις μεταξύ των δύο προέδρων τείνουν να ασκούν σταθεροποιητική δύναμη στις διμερείς σχέσεις» αναφέρει προσθέτοντας ότι τους τελευταίους μήνες υπήρξε σειρά διπλωματικών επαφών προς εδραίωση της σχέσης. Ωστόσο, προσθέτει πως «δεν χρειάζονται πολλά για να καταρρεύσουν και πάλι τα πράγματα» και έως ότου οι εταιρείες και οι επενδυτές νιώσουν ότι μπορούν να κινηθούν με μεγαλύτερη βεβαιότητα, αυτή η «αντίσταση» στις ξένες επενδύσεις στην Κίνα θα συνεχιστεί.