Του Γιώργου Φιντικάκη
Το μεγάλο ρίσκο χώρας που για μεγάλο χρονικό διάστημα κρατά κλειστές τις πόρτες χρηματοδότησης και καθιστά απαγορευτικό το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι ο κύριος λόγος πίσω από την απόφαση της ιστορικής βιομηχανίας Γιούλα να βγάλει στο σφυρί τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια.
Τα τέσσερα εργοστάσια που αναγκάστηκε να πουλήσει η Γιούλα, προκειμένου να ξεφορτωθεί τον υπέρογκο δανεισμό της ύψους 335 εκατ. ευρώ, είναι απόρροια των υψηλών επιπέδων του επενδυτικού ρίσκου της χώρας και των «ελληνικών» επιτοκίων 8% - 9% με τα οποία αναγκάζεται να τον εξυπηρετεί.
«Ήταν, μεταξύ άλλων, και αυτό το κόστος που μας ανάγκασε να προβούμε στην πώληση, προκειμένου να απαλλαγούμε από το υπέρογκο κόστος δανεισμού.
Δεν θα χρειαζόταν να πουλήσουμε τέσσερα εργοστάσια, αν τα ελληνικά επιτόκια δεν ήταν απαγορευτικά υψηλά», δηλώνει στο liberal.gr o διευθύνων σύμβουλος της Γιούλα, κ. Τάσος Βουλγαράκης.
Ακριβώς αυτό είναι και το πρόβλημα συνολικά του ελληνικού επιχειρείν. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο πορτογαλικός όμιλος Vidro δανείστηκε για να εξαγοράσει τις μονάδες της Γιούλα με επιτόκιο μόλις… 1%, όταν η ελληνική επιχείρηση δεν μπορεί να δανειστεί εντός Ελλάδος παρά με επιτόκιο 8% - 9%. Επίσης ενδεικτικό είναι ότι η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ήταν χθες στο 8,15%, έναντι του 3,38% του αντίστοιχου της Πορτογαλία, που σημειωτέον θεωρείται υψηλό συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό Βορρά.
Αναλύοντας τη συμφωνία που υπέγραψε η Γιούλα με τη Vidro προκύπτουν τα εξής: Η οικογένεια Βουλγαράκη, που είναι και ο βασικός μέτοχος της Γιούλα (με 72%), πούλησε στους Πορτογάλους τα τέσσερα από τα επτά εργοστάσια του ομίλου. Σε αντάλλαγμα εκείνοι δέχθηκαν να αγοράσουν το χρέος της Γιούλα, ύψους 335 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα, τα υπόλοιπα τρία εργοστάσια απέμειναν ελεύθερα από δάνεια και παρέμειναν στα χέρια της ελληνικής οικογένειας. Το συνολικό ντιλ ανέρχεται σε 500 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του δανεισμού των 335 εκατ. ευρώ.
Εν προκειμένω, στη Vidro περνούν δύο εργοστάσια της Γιούλα σε Βουλγαρία, ένα στη Ρουμανία, καθώς και αυτό στο Αιγάλεω (250 εργαζόμενοι), ενώ στα χέρια της οικογένειας Βουλγαράκη μένουν οι δύο μονάδες στην Ουκρανία και μία στη Βουλγαρία.
Εργοστάσιο παραγωγής της Γιούλα στο Νόβι Παζάρ της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία είναι η πρώτη χώρα στην οποία επεκτάθηκε η εταιρεία.
Όσο για τους άλλους τρεις μέχρι πρότινος μετόχους της Γιούλα, την Global Capital Investors συμφερόντων Πλακόπητα (με 20%), την Εθνική (5%) και τη Eurobank (3%), οι Πορτογάλοι εξαγόρασαν τα μερίδια τους. Έτσι, αποχώρησαν και οι τρεις από τον όμιλο, ο οποίος κατά 85% περνά στα χέρια του πορτογαλικού ομίλου.
Στην ουσία, η συμφωνία που έκανε η οικογένεια Βουλγαράκη ήταν να δώσει τέσσερα από τα εργοστάσια της Γιούλα στον πορτογαλικό όμιλο, προκειμένου εκείνος να την απαλλάξει από τον υψηλό δανεισμό 335 εκατ. ευρώ. «Μπορέσαμε έτσι να κρατήσουμε καθαρά από χρέη τρία εργοστάσια, να μηδενίσουμε το κοντέρ και να αρχίσουμε ξανά από την αρχή. Αν τα επιτόκια ήταν χαμηλότερα, δεν θα πουλούσαμε», λέει ο κ. Βουλγαράκης. Στην πράξη πάντως τα 500 εκατ. ευρώ ισοδυναμούν με εννέα φορές τα EBITDA της Γιούλα, ύψους 57 εκατ. ευρώ το 2015.
Τριπλός κόφτης για την ανταγωνιστικότητα
Δεν είναι όμως μόνο το ρίσκο χώρας. Το υψηλό ενεργειακό κόστος, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα και άλλες παθογένειες του ελληνικού επιχειρείν είναι μερικοί από τους παράγοντες που ανάγκασαν τη Γιούλα να πουλήσει εργοστάσια.
Σήμερα στην Ελλάδα το κόστος προμήθειας φυσικού αερίου για μια βιομηχανία με το καταναλωτικό προφίλ της Γιούλα κινείται σε επίπεδα 50% υψηλότερα συγκριτικά με εκείνο της Βουλγαρίας. Όσο για το ηλεκτρικό ρεύμα, ανέρχεται και αυτό σε επίπεδα 40% υψηλότερα από αυτά τόσο γειτονικών, όσο και βορειοευρωπαϊκών χωρών, για παράδειγμα της Γερμανίας. Σαν αποτέλεσμα, ο ανταγωνισμός με ιταλικές, γερμανικές, κροατικές υαλουργικές βιομηχανίες καθίσταται εξαιρετικά δύσκολος.
Πάνω - κάτω σε αυτόν τον τριπλό για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων «κόφτη» (υψηλά επιτόκια, μεγάλο ενεργειακό κόστος, χαμηλή ανταγωνιστικότητα) οφείλονται σε σημαντικό βαθμό τα σημερινά αδιέξοδα της εγχώριας βιομηχανίας.
Αλλάζει χέρια μια ιστορία 69 ετών
Η μεγαλύτερη ελληνική υαλουργική βιομηχανία ιδρύθηκε το 1947, όταν ο Κυριάκος Βουλγαράκης και ο αδελφός του Ιωάννης αποφάσισαν να ιδρύσουν την εταιρία, με κύρια δραστηριότητα την παραγωγή γυάλινων χειροποίητων επιτραπέζιων ειδών. Κυρίαρχα συστατικά της δομής της Γιούλα ήταν ένας μικρός φούρνος και η παραδοσιακή «μαστοριά», όπως γράφει η ιστοσελίδα της (σ.σ. ο Κυριάκος Βουλγαράκης ήταν τεχνίτης υαλουργός).
Το 1947 η εταιρεία αποτελούσε μία από τις πενήντα (50) συνολικά επιχειρήσεις που ασχολούνταν με την παραγωγή χειροποίητου φυσητού γυαλιού στην Ελλάδα.
Από επίσκεψη της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας στο εργοστάσιο της Γιούλας στο Αιγάλεω. Σήμερα το εργοστάσιο πουλιέται στους Πορτογάλους της Vidro.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν η εταιρεία μεγεθύνθηκε εντός Ελλάδος και το 1985 έφτασε να είναι ο ηγέτης της αγοράς, για πρώτη φορά από την ημέρα της ίδρυσής της.
Η περίοδος εξωστρέφειας ξεκινά το 1997, αρχής γενομένης από την εξαγορά του πρώτου εργοστασίου στη Σόφια. Το 1998 εξαγοράζει μια δεύτερη μονάδα στη Φιλιππούπολη, και το 2002 επεκτείνεται στη Ρουμανία, ιδρύοντας θυγατρική στο Βουκουρέστι. Το 2003 επεκτείνεται περαιτέρω στα Βαλκάνια, εξαγοράζοντας τη Stirom, ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια γυαλιού στην περιοχή. Σαν απόρροια της επέκτασης έρχεται η συγχώνευση των νεοαποκτηθέντων εταιρειών, με αρχή τη Βουλγαρία, όπου οι δύο εταιρείες ενώνονται σε μία.
Το 2004 η Γιούλα εξαγοράζει μια ακόμη μονάδα στη Βουλγαρία και το 2005 έρχεται η σειρά της επέκτασης στην Ουκρανία. Πρώτα εξαγοράζεται η Biomedsklo και μετά η Bucha Glassworks, και οι δύο με αντικείμενο την παραγωγή γυάλινων περιεκτών, καθώς και είδη για άλλες δραστηριότητες, όπως φαρμακευτικό γυαλί και διακοσμητικό τζάμι.