Η τελευταία διετία χαρακτηρίστηκε από ένα πλέγμα περιοριστικών μέτρων, επιδοματικών πολιτικών και προγραμμάτων στήριξης της οικονομίας, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Αυτό ήταν αναγκαίο λόγω της πανδημίας, που οδήγησε την οικονομία και τις επιχειρήσεις, σε πρωτόγνωρες και δύσκολες καταστάσεις, που όχι μόνο μετέβαλαν τις αναπτυξιακές στρατηγικές των επιχειρήσεων, αλλά οδήγησαν αρκετές από αυτές στο μεταίχμιο της βιωσιμότητας. Το μέγεθος της δημοσιονομικής στήριξης έφτασε το ύψος των 39 δισ. ευρώ και επιβάρυνε καθ’ ολοκληρία τους φορολογούμενους, διότι δεν είναι «δανεικά και αγύριστα». Το 2022 τα πράγματα αλλάζουν. Τα σημερινά 31 δισ. ευρώ, που οδεύουν προς την αγορά, έχουν άλλο χαρακτήρα και άλλη σύνθεση.
Τα 39 δισ. ευρώ είχαν σαν σκοπό τη στήριξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Τα 31 δισ. ευρώ έχουν σαν σκοπό την ανάπτυξη. Μεγάλο μέρος των 39 δισ. ευρώ έχει καταλήξει ήδη σε ασφαλείς τραπεζικές καταθέσεις, παραμένοντας ανενεργό. Αντιθέτως, τα 31 δισ. ευρώ θα καταλήξουν μέσω επενδύσεων στην πραγματική οικονομία.
Η χρηματοδότηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, του γνωστού και σαν «Ελλάδα 2.0», θα πραγματοποιηθεί μέσω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι πόροι αυτοί θα διοχετευθούν στην οικονομία μέσω επιδοτήσεων ή δανείων με προνομιακούς όρους, σε επιλέξιμα επενδυτικά σχέδια, σχετικά με τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την πράσινη μετάβαση, την καινοτομία, την εξωστρέφεια και τις διαδικασίες εξαγορών και συγχωνεύσεων που αποτελούν μια σημαντική ευκαιρία για μια σειρά από επιχειρήσεις.
Επιχειρήσεις, που πρέπει να μεταβάλουν το μέγεθος τους και τον τρόπο λειτουργίας τους, ώστε να σταθούν με αξιώσεις απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό. Το δανειακό πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας διαθέτει πόρους ύψους 12,7 δισ. ευρώ, που θα διοχετευτούν στην πραγματική οικονομία μέσω του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, αλλά και των διαφόρων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών θεσμών και εργαλείων.
Και η επενδυτική κοινότητα διερωτάται, το αν αυτά τα τραπεζικά κεφάλαια που θα πέσουν στο σύστημα, γίνουν «δανεικά και αγύριστα». Διερωτάται αν όλη αυτή τη διαδικασία εγκυμονεί τον κίνδυνο δημιουργίας μιας νέας γενιάς κακοπληρωτών και μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια σειρά από διαδικασίες που θα ακολουθηθούν ώστε οι τράπεζες, όχι μόνο να αφήσουν για πάντα πίσω τους, τα βάρη των κόκκινων δανείων, αλλά να μη δημιουργήσουν νέα.
Έτσι το τρέχον καθεστώς των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων κάτω από την ομπρέλα του «Ελλάδα 2.0», περιλαμβάνει την αξιολόγηση του επενδυτικού σχεδίου από έναν ανεξάρτητο αξιολογητή, πιστοποιημένο μέσα από το μητρώο ελεγκτών και αξιολογητών, που έχει δημιουργηθεί από την Ειδική Υπηρεσία Συντονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης. Με αυτόν τον τρόπο, οι αξιολογητές θα δώσουν το πρώτο «οκ», για τα υπό έγκριση επενδυτικά σχέδια.
Ακολούθως, έπεται η αξιολόγηση της βιωσιμότητας των υποβαλλόμενων επενδυτικών σχεδίων από την πλευρά των τραπεζών, με βάση τα τραπεζικά κριτήρια χρηματοδοτήσεων και τις πιστωτικές πολιτικές της κάθε τράπεζας. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ιδιωτική συμμετοχή των επιχειρήσεων θα πρέπει να καλύπτει, κατ' ελάχιστον, ποσοστό ύψους 20% του συνολικού επενδυτικού κόστους.
Με αυτόν τον τρόπο, η αναλογία 50% ευρωπαϊκοί πόροι, 20% ίδια κεφάλαια και 30% τραπεζικός δανεισμός, εξασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο, ότι στην πορεία δε θα υπάρξουν απρόοπτες εξελίξεις, ή αν υπάρξουν, αυτές θα είναι ελεγχόμενες.
Παράλληλα με το προαναφερθέν τραπεζικό χρηματοδοτικό πρόγραμμα, που κινείται στα πλαίσια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, υπάρχει αφενός ς μια σειρά από προγράμματα εγγυοδοσίας όπως είναι το ESIF ERDF Greece Guarantee Fund, το InnovFin SME Guarantee Facility και το Pan-European Guarantee Fund, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και αφετέρου μια σειρά από προγράμματα χρηματοδότησης. Αυτά τα χρηματοδοτικά προγράμματα, που γίνονται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, καλύπτουν μικρομεσαίες και μεσαίες επιχειρήσεις με σκοπό την ενίσχυση της νεανικής απασχόλησης, την επαγγελματική ενδυνάμωση των γυναικών και άλλα.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία. Στο να χρηματοδοτήσει την ελληνική ανάπτυξη, την πραγματική οικονομία, αξιοποιώντας το «back up» των ευρωπαϊκών θεσμών, που ελαχιστοποιεί το δυνητικό ρίσκο.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο, ότι μέσα σε αυτό το περιβάλλον επανακάμπτουν στις μετοχές των τραπεζών, αλλοδαποί επενδυτές λαμβάνοντας βιαστικά θέσεις στη μετοχική βάση των συστημικών τραπεζών. Αντίθετα, οι εγχώριοι μικροεπενδυτές, είτε έχουν αποχωρήσει, είτε ρευστοποιούν τις θέσεις τους, ακολουθώντας τη λογική ότι όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι. Ωστόσο, η επάνοδος στην τραπεζική κανονικότητα είναι γεγονός.