Της Μαίρης Βενέτη
Οι τράπεζες τους τελευταίους μήνες έχουν κάνει τα πρώτα βήματα προς έναν αξιοπρεπή χρηματιστηριακό βίο, παρόλο που ακόμα εκκρεμεί το συγύρισμα των ισολογισμών και φυσικά η επιστροφή σε επί της ουσίας λειτουργικά κέρδη.
Το «κομψό» come back των τραπεζικών μετοχών οφείλεται:
- στην πλήρη άρση των capital controls,
- στο ισχυρό ράλι των ελληνικών ομολόγων και στη σταθερή άνοδο των τιμών των ακινήτων, δύο παράγοντες που βελτιώνουν την κερδοφορία τους,
- στην επιτάχυνση της προόδου όσον αφορά την υιοθέτηση ενός συστημικού σχεδίου για τη μείωση των κόκκινων δανείων, το γνωστό πλέον σε όλους μας σχέδιο «Ηρακλής».
Το συγκεκριμένο σχέδιο έχει μπει στην τελική ευθεία για τη διαμόρφωση του και έχει ήδη αξιολογηθεί σαν ένα δυνατό «σήμα» αγοράς από πολλούς οίκους και αναλυτές.
Πιθανή επιτυχία του θα ανοίξει την πόρτα των αναβαθμίσεων τόσο των ελληνικών τραπεζών όσο και της αξιολόγησης της Ελλάδας. Παράλληλα, θα ξεκλειδώσει και τις διαθέσεις των μακροπρόθεσμων επενδυτών στο Ελληνικό Χρηματιστήριο.
Η πιο βασική παράμετρος επιτυχίας
Ο «Ηρακλής» είναι κομμένος και ραμμένος για να καθαρίσει τους ισολογισμούς των τραπεζών. Το σχέδιο για την ταχύτερη εξυγίανση των κόκκινων δανείων έχει εγκριθεί από τη Κομισιόν, έχει πάρει την βούλα της Επιτροπής Ανταγωνισμού της ΕΕ, ενώ είμαστε στις τελικές διαπραγματεύσεις για την έγκριση του από τον εποπτικό βραχίονα της ΕΚΤ, τον SSM.
Η επιτυχία του εξαρτάται καταρχήν από μια βασική προϋπόθεση: Τη διατήρηση του παράθυρου ευκαιρίας που έχει δημιουργήσει η διεθνής «δίψα» για αποδόσεις σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων.
Αυτή η «δίψα» στην ουσία χαλαρώνει την επενδυτική ψυχολογία, κάμπτοντας τις επιφυλάξεις που δημιουργεί το ρίσκο των πιο επικίνδυνων στοιχείων ενεργητικού, όπως οι τιτλοποιήσεις που σχεδιάζονται.
Επομένως για να πετύχει το σχέδιο Ηρακλής χρειάζεται ένα καλό ή έστω ήρεμο διεθνές κλίμα, ώστε οι τιμές αγοράς στις οποίες θα πουληθούν οι τιτλοποιήσεις των τραπεζών να είναι υψηλότερες από τη λογιστική αξία την οποία έχουν καταγράψει οι τράπεζες στα βιβλία τους για τα δάνεια που θα μεταβιβάσουν στον «Ηρακλή». Αυτή η συνθήκη είναι το Α και το Ω για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος.
Οι προϋποθέσεις για να καθαρίσει ο «Ηρακλής» τους τραπεζικούς ισολογισμούς
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σήμερα τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρωζώνη, ήτοι στο 39,24%, καθώς φιλοξενούν στους ισολογισμούς τους κόκκινα δάνεια πέριξ των 75 δισ. ευρώ.
Έχουν δεσμευτεί στον SSM να μειώσουν μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 35% και κοντά στο 20% μέχρι το τέλος του 2021.
Για να πετύχουν τον άθλο μιας τόσο μεγάλης μείωσης των NPLs σε τόσο σύντομο χρόνο επιστρατεύτηκε λοιπόν η συστημική λύση «Ηρακλής».
Είναι μία λύση που στηρίζεται στην αγορά γιατί φιλοδοξεί να αντλήσει τα κεφάλαια από τους επενδυτές, προσφέροντας ομόλογα με θετικές αποδόσεις σε μια εποχή αρνητικών επιτοκίων και δεν θα επιβαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο και τον κρατικό προϋπολογισμό.
Ακόμη όμως και αν επιτευχθούν οι στόχοι, οι ελληνικές τράπεζες θα απέχουν το 2021 σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ήτοι το 3,56%.
Γι'αυτό και ο « Ηρακλής» ήρθε για να μείνει, καθώς μετά το 2021 θα μετεξελιχθεί και θα εμπλουτιστεί με εργαλεία για τη μείωση των NPLs σε μονοψήφια νούμερα. Η συμμετοχή των τραπεζών στο σχήμα του Ηρακλή σχεδιάζεται να γίνει με εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες.
Καταρχήν, οι προμήθειες που θα κληθούν να καταβάλουν στο Δημόσιο για την παροχή των εγγυήσεων ύψους 9 δισ. ευρώ, θα εκτείνονται σε διάρκεια δεκαετίας και δεν θα είναι εμπροσθοβαρείς.
Άλλο ένα ατού είναι η εξασφάλιση χαμηλής στάθμισης των κακών στοιχείων που θα διακρατήσουν στο ενεργητικό τους (RWA).
Το σχεδόν μηδενικό Risk Weighted Assets που ΘΑ πρέπει να λάβουν οι τράπεζες για τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού, είναι άλλη μια βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του Ηρακλή. Γι'αυτό και είναι κομβικής σημασίας να δώσει ο SSM στις τράπεζες μηδενικό RWA.
Αν τελικά έχουμε μια τέτοια εξέλιξη, οι τιτλοποιήσεις που θα διακρατήσουν οι τράπεζες θα έχουν τη βαρύτητα κεφαλαίου και δεν θα εγείρουν υποχρέωση προσδιορισμού ελάχιστου ποσού κεφαλαίου για την κάλυψη του κινδύνου αφερεγγυότητας.
Μάλιστα, η διακράτηση των senior ομολόγων των τιτλοποιήσεων -δηλαδή του κομματιού των NPLs με τον χαμηλότερο κίνδυνο επισφάλειας που θα καλύπτεται επιπλέον από την εγγύηση του Δημοσίου- θα μετρά ως κεφάλαιο για τις τράπεζες. (σ.σ: αρκεί πάντα ο SSM να μη θεωρήσει ότι οι τίτλοι αυτοί επιφέρουν Μεταφορά Συστημικού Κινδύνου -Systemic Risk Transfer, SRT).
Ενόψει των stress tests του 2020 και ενός περιβάλλοντος ολοένα υψηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις τράπεζες, είναι κατανοητό ότι όλα αυτά αποτελούν λεπτομέρειες - κλειδί για τον κλάδο.
Επιπλέον, για να διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν εκδώσει επαρκή χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία θα μπορούν να διαγραφούν ή και να απομειωθούν προς απορρόφηση ζημιών (ή και να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις), χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι τράπεζες θα πρέπει να πληρούν μία ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement of Own Funds and Eligible Liabilities – MREL).
Λόγω λοιπόν των υποχρεώσεων MREL, οι τράπεζες θα πρέπει να ξεκινήσουν να δημιουργούν μαξιλάρια ρευστοποιήσιμων κεφαλαίων, πράγμα το οποίο μπορεί να γίνει μόνο μέσω ομολόγων Tier II -μειωμένης εξασφάλισης- και αργότερα μέσω των senior.
Η συμμετοχή τους στον «Ηρακλή» θα τις διευκολύνει σε αυτό ακριβώς: Να αποκτήσουν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές για την άντληση κεφαλαίων με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από το σύνηθες ακριβό επιτόκιο των εκδόσεων Tier II. Αρκεί πάντα όπως τονίσαμε και στην αρχή η επενδυτική ψυχολογία να παραμείνει χαλαρή.
Τα ρίσκα και το μεγάλο αγκάθι του αναβαλλόμενου φόρου
Οι τράπεζες καλούνται να μεταβιβάσουν προς τιτλοποίηση στο SPV Ηρακλής τα καλύτερα ποιοτικά δάνεια από το στοκ των μη εξυπηρετούμενων.
Το προαπαιτούμενο αυτό το έχει θέσει η κυβέρνηση προκειμένου να βγει στις αγορές με ένα σοβαρό προϊόν που θα είναι αρκετά ελκυστικό για τους επενδυτές. Για τις τράπεζες όμως, η δίκαιη αυτή απαίτηση δυσκολεύει τα πράγματα.
Πρώτον, διότι θα κληθούν να ενισχύσουν με προβλέψεις τα χαρτοφυλάκια που θα μεταβιβάσουν στον Ηρακλή, δεσμεύοντας περισσότερα κεφάλαια εις βάρος της κερδοφορίας τους.
Δεύτερον, διότι επιθυμούν να κρατήσουν και να διαχειριστούν οι ίδιες τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με τα καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις μεγαλύτερες δυνατότητες ανακτήσεων.
Εν ολίγοις, οι τράπεζες καλούνται να καταλήξουν στη χρυσή αναλογία μεταξύ της κάθε μονάδας κεφαλαίων που θα «κάψουν» και της ποσότητας των κόκκινων δανείων που θα βγάλουν από τους ισολογισμούς τους.
Η δυσκολία του όλου εγχειρήματος βέβαια ξεκινάει ακριβώς από την υστέρηση που εμφανίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στην κάλυψη των δανείων από προβλέψεις. Γι'αυτό και είναι διαφορετικός ο βαθμός δυσκολίας της εφαρμογής του ελληνικού APS σε σχέση με το αντίστοιχο ιταλικό.
Στην Ιταλία η συστημική αυτή λύση εφαρμόστηκε με τις ιταλικές τράπεζες να έχουν
μέσο δείκτη κάλυψης των δανείων τους από προβλέψεις στο 65%. Η Ελλάδα έχει δείκτη κάλυψης στο 45%-50%.
Λόγω της υστέρησης σε επίπεδο κάλυψης από προβλέψεις αλλά και του όγκου των καταγγελθέντων δανείων –πέριξ των 40 δισ. ευρώ- οι τράπεζες επιθυμούν να έχουν στη διάθεσή τους και την πρόταση της ΤτΕ.
H εν λόγω πρόταση, συνδυάζει και το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου (DTC), προϋποθέτει μελέτη της αντιμετώπισης του από τον SSM και προφανώς αλλαγή στην κατηγοριοποίησή του ως κινδύνου για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Άγνωστο τι θα επιτευχθεί από τα παραπάνω, αλλά θα αναφέρουμε ότι ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, επανέφερε την ανάγκη να βγει από το συρτάρι η συγκεκριμένη πρόταση.
Πού έγκειται ακριβώς το ρίσκο σε σχέση με τον αναβαλλόμενο φόρο;
Υπενθυμίζεται ότι το 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά αναγνώρισε τις ζημίες των τραπεζών από τις αναδιαρθρώσεις ως φορολογική πίστωση, αντιγράφοντας κάτι που είχε εφαρμοστεί και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε η δυνατότητα στις τράπεζες να συμψηφίσουν με φόρους από μελλοντική κερδοφορία τις μεγάλες ζημίες που υπέστησαν από το PSI και τις μαζικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων δανείων παρελθόντων ετών. Αυτές οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC), αποτελούν το 65% των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. Ποιά ήταν όμως η προϋπόθεση της εφαρμογής του DTC ;
Οι τράπεζες να εμφανίζουν κέρδη σε επίπεδο μητρικής, ώστε να αποσβένουν τον αναβαλλόμενο φόρο, αφού, σε περίπτωση ζημίας, θα οφείλει το Δημόσιο να καλύψει μέσω αύξησης κεφαλαίου την κεφαλαιακή τρύπα, με άμεση δημοσιονομική επιβάρυνση στο έλλειμμα και το χρέος. Η ύπαρξη των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων είναι λοιπόν το μεγάλο αγκάθι των τραπεζών όσον αφορά το σχέδιο Ηρακλής, καθώς είναι κομβικής σημασίας να διασφαλίσουν οι τραπεζίτες ότι δεν θα κινδυνεύσουν με ζημίες από τις μαζικές τιτλοποιήσεις και μεταβιβάσεις των NPLs στο SPV.
*Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.