Κινδυνεύουμε λιγότερο από το στασιμοπληθωρισμό σε σχέση με τη δεκαετία του ’70 εκτιμά ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης, ο οποίος μάλιστα εκτιμά με τα σημερινά δεδομένα ότι μπορεί να αποφευχθεί και η ύφεση. Ο ίδιος σημείωσε στον Economist πως «η κυβέρνηση βρίσκεται στο σωστό δρόμο», προσθέτοντας πως «οι κεντρικές τράπεζες πλέον είναι ανεξάρτητες και έχουν περισσότερα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τον αυξημένο πληθωρισμό».
Ο τρόπος μάλιστα με τον οποίο ο κ. Χαρδούβελης προσεγγίζει το θέμα, ενδιαφέρει σημαντικά τους αναλυτές της αγοράς (αφού υπάρχουν και αναλυτές ή οικονομολόγοι από διεθνείς οίκους όπως η Citigroup για παράδειγμα, που έχουν διατυπώσει ανάλογες απόψεις αξιοποιώντας αντίστοιχα εργαλεία), καθώς εστιάζει στις διαφορές αποδόσεων μεταξύ βραχυχρόνιων τριμηνιαίων τίτλων και μακροχρόνιων δεκαετών ομολόγων, που δεν έχουν γίνει αρνητικές, οπότε ο δείκτης αυτός δεν προβλέπει ύφεση.
«Την τελευταία χρονιά οι κεντρικές τράπεζες καθυστέρησαν να αντιδράσουν στην αναζωπύρωση του πληθωρισμού», εκτίμησε ο κ. Χαρδούβελης. «Στη δεκαετία του ‘70, οι νομισματικές αρχές στις ΗΠΑ επίσης καθυστέρησαν και φούντωσε στη συνέχεια ο πληθωρισμός», είπε.
«Σήμερα, είμαστε σε καλύτερη θέση από την ενεργειακή κρίση του ‘70, διότι η οικονομία δεν χρειάζεται την ίδια ποσότητα ενέργειας για να παράξει την ίδια μονάδα εθνικού προϊόντος. Η οικονομική δραστηριότητα είναι λιγότερο εξαρτημένη από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες σήμερα είναι ανεξάρτητες και σε καλύτερη θέση από τη δεκαετία του ’70, ενώ η διαπραγματευτική δυνατότητα των συνδικάτων για να επιβάλουν αυτόματη αναπροσαρμογή μισθών είναι λιγότερο ισχυρή σε σχέση με τη δεκαετία του ’70.
Για τους λόγους αυτούς, κινδυνεύουμε λιγότερο σήμερα από το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού», συμπέρανε.
«Η κυβέρνηση βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Προσπαθεί να μειώσει την αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στα ευάλωτα νοικοκυριά. Έχουμε μάθει από τις προηγούμενες κρίσεις. Το υψηλό ενεργειακό κόστος είναι παγκόσμιο φαινόμενο, όχι μόνο ελληνικό.
Στον αντίποδα, υπάρχει και μία θετική επίδραση του πληθωρισμού, στους δείκτες των δημόσιων οικονομικών. Για παράδειγμα, στο τέλος του 2022, ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να έχει μειωθεί από το 1,93 στο 1,73.
Το πρόβλημα με τον πληθωρισμό αφορά τους επόμενους 12 μήνες και όχι τα επόμενα πέντε χρόνια. Οι προσδοκίες για το μακροπρόθεσμο πληθωρισμό, έχουν μεν αυξηθεί πάνω από το στόχο του 2%, αλλά εξακολουθούν και βρίσκονται πολύ κοντά στο στόχο.
Για να ευοδωθούν οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες θα πρέπει όμως να πολεμηθεί ο σημερινός πληθωρισμός ώστε να μην δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος, ένα σπιράλ αυξήσεων πληθωρισμού, προσδοκιών για τον πληθωρισμό, νέου πληθωρισμού. Η Ελλάδα πρέπει να ακολουθεί μία αξιόπιστη πολιτική και το κάνει, σε αυτή τη φάση», κατέληξε ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας.