Ο Randall Stephenson κράτησε το τιμόνι της AT&T (T NYSE) για 13 χρόνια, από την άνοιξη του 2007 μέχρι τον Ιούλιο του 2020, και σε όλο αυτό το διάστημα προσπάθησε να πετύχει μεγάλες επιχειρηματικές συμφωνίες. Τελικά, κατάφερε να εξαγοράσει την εταιρεία δορυφορικής τηλεόρασης Direct TV, το 2015, ξοδεύοντας σχεδόν 67 δισεκατομμύρια δολάρια και την Time Warner το 2018, ξοδεύοντας άλλα 80 τουλάχιστον δισ.
Για την πραγματοποίηση των μεγάλων σχεδίων του ανέβασε στα ύψη τον δανεισμό της επιχείρησης και εκνεύρισε μεγάλο αριθμό θεσμικών επενδυτών οι οποίοι διαφωνούσαν με την επέκταση της AT&T σε άλλους τομείς πέρα από την παροχή τηλεφωνικών υπηρεσιών, φωνής και δεδομένων, σε σταθερά και κινητά δίκτυα.
Λιγότερο από ένα χρόνο αφ’ ότου τον διαδέχθηκε, ο John Stankey έχει ήδη υποκύψει στις πιέσεις πολλών μεγάλων μετόχων της εταιρείας, παραδοσιακών θεσμικών αλλά και ακτιβιστών όπως το Elliott Management του Paul Singer. Στις αρχές του Μαρτίου ξεκίνησε το «ξεφόρτωμα» της Direct TV και χθες Δευτέρα ανακοινώθηκε η απόσχιση των δραστηριοτήτων που αποκτήθηκαν όταν αγοράστηκε η Time Warner.
O Stankey δεν είχε άλλη επιλογή. Οι επενδύσεις που απαιτούνται για τη μετάβαση στην εποχή του 5G είναι ύψους πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, όπως και οι αντίστοιχες για τη μετάβαση στην εποχή του streaming τηλεοπτικού περιεχομένου, που πρέπει να γίνουν στην παλιά Time Warner. Πέρα από το ότι ο ήδη υψηλός δανεισμός της επιχείρησης δυσκόλευε τη χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων και έθετε εν αμφιβόλω τη συνέχιση της διανομής υψηλών μερισμάτων, θα ήταν πολύ δύσκολο για τη διοίκηση να επιβλέψει με επιτυχία την πορεία των δύο βασικών τομέων της επιχείρησης σε μία τόσο κρίσιμη φάση και για τους δύο.
Έτσι φθάσαμε στη χθεσινή ανακοίνωση της πολύ μεγάλης συμφωνίας με την Discovery (DISCA, DISCK, DISCB NASDAQ) για τη δημιουργία μίας νέας επιχείρησης που θα συνδυάσει τις υπάρχουσες δραστηριότητες της Discovery με αυτές της Time Warner. Η συμφωνία είναι κάπως πολύπλοκη, η ουσία της είναι πως όταν αυτή ολοκληρωθεί, οι μέτοχοι της AT&T θα κατέχουν το 100% των μετοχών της μικρότερης πλέον εταιρείας η οποία θα έχει μόνο τις παραδοσιακές τηλεπικοινωνιακές της δραστηριότητες και το 71% της κοινής επιχείρησης με την Discovery (προφανώς οι μέτοχοι της τελευταίας θα κατέχουν το υπόλοιπο 29%).
Η AT&T θα ωφεληθεί κατά περίπου 43 δισεκατομμύρια δολάρια, ένα μέρος των οποίων θα είναι σε μορφή μετρητών και το υπόλοιπο θα αντιστοιχεί σε μέρος του δανεισμού της το οποίο θα περάσει στη νέα επιχείρηση. Πέρα από το όφελος για την AT&T, η οποία «απαλλάσσεται» από την Time Warner, η συμφωνία έχει αρκετή επιχειρηματική λογική. Η Time Warner διαθέτει τηλεοπτικά κανάλια ειδησεογραφικού περιεχομένου όπως το CNN, ψυχαγωγικού με περιεχόμενο που ανήκει σε αυτά, όπως το HBO, το ΤΝΤ, το TBS, Cartoon Network, τα κινηματογραφικά στούντιο της Warner Bros και πολλά άλλα, όπως και εκτεταμένο ιστορικό αρχείο κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών.
Από τη μεριά της η Discovery έχει τηλεοπτικά κανάλια διαφορετικού τύπου, όπως το ομώνυμο που ειδικεύεται σε επιστημονικά θέματα, το Food Network που ασχολείται με τη μαγειρική, το Travel Network, το Animal Planet, το αθλητικό Eurosport και πολλά άλλα. Και τα δύο έχουν δραστηριότητες streaming, το HBO+ και το Discovery+. Είναι φανερό πως το περιεχόμενο τους είναι συμπληρωματικό και η ένωσή τους έχει σκοπό να δημιουργήσει μία πιο δυνατή επιχείρηση, που θα μπορέσει να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στο Netflix που είναι ο πρωτοπόρος του streaming και την Disney που έχει κάνει δυναμική είσοδο.
Η νέα επιχείρηση, θα μπορέσει να κάνει και οικονομίες κλίμακας και, τουλάχιστον σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, θα παράγει και πολύ θετικές ταμειακές ροές που θα της επιτρέψουν να μειώσει γρήγορα τον δανεισμό της (θα ξεκινήσει με δανεισμό 55 δις δολαρίων) και να χρηματοδοτήσει τις απαραίτητες επενδύσεις για τις μάχες του streaming. Το πιο σημαντικό ατού όμως μπορεί να είναι η παρουσία του θρυλικού στον χώρο της τηλεόρασης John Malone, ο οποίος ελέγχει την Discovery, και έχει συνδέσει το όνομά του με πάρα πολλά επιτυχημένα deals τα τελευταία 40 χρόνια. Μπορεί να είναι ήδη 80 ετών αλλά η παρουσία του αποτελεί εγγύηση. Δεν είναι τυχαίο το ότι διευθύνων σύμβουλος της νέας επιχείρησης θα είναι ο David Zaslav που αυτή τη στιγμή διευθύνει την Discovery με μεγάλη επιτυχία.
Η παραμένουσα εταιρεία, το τηλεπικοινωνιακό κομμάτι της τωρινής AT&T, θα μπορέσει σύμφωνα με τον σχεδιασμό του Stankey, να προχωρήσει γρήγορα τις επενδύσεις για να γίνει ακόμα πιο ανταγωνιστική στην κούρσα προς το 5G, απέναντι στις δύο μεγάλες αντιπάλους, την Verizon και την T-Mobile USA.
Στόχος της είναι να συνεχίσει να μοιράζει ικανοποιητικά μερίσματα, τουλάχιστον 8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για τα επόμενα δύο χρόνια, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να υπολογίσουμε σε τι μερισματική απόδοση θα αντιστοιχεί αυτό το ποσό. Αυτό βέβαια δεν άρεσε πολύ στην αγορά, αφού είναι σχεδόν το μισό από το τωρινό, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πολλοί επενδυτές περίμεναν εδώ και χρόνια τη μείωση του μερίσματος, ενώ δεν ξέρουμε τι μέρισμα θα μπορούσε να δώσει κάποια στιγμή και η νέα εταιρεία.
Στα χαρτιά, η συμφωνία που ανακοινώθηκε είναι αρκετά καλή για τους τωρινούς μετόχους της AT&T, οι οποίοι θα συμμετέχουν σε δύο μεγάλες εταιρείες με πολύ καλές προοπτικές και ξεκάθαρους στόχους, αν εξαιρέσουμε τους προβληματισμούς για το μέρισμα. Κάτι αντίστοιχο μπορεί να ειπωθεί και για τους μετόχους της Discovery, η οποία αποκτά μεγαλύτερο μέγεθος με μία μόνον κίνηση. Οι πρώτες αντιδράσεις είναι γενικά θετικές, το Elliott Management εξέφρασε την ικανοποίησή του για τις εξελίξεις, ο οικονομικός Τύπος κρίνει γενικά θετικά την συμφωνία και οι περισσότεροι αναλυτές έχουν παρόμοια άποψη.
Παρ’ όλα αυτά, οι μετοχές των εταιρειών δεν κατάφεραν να κρατήσουν τα κέρδη που είχαν στην αρχή της χθεσινής συνεδρίασης, η μεν AT&T έχασε τα κέρδη της τάξης του 5% και έκλεισε με απώλειες 2,7%, οι δε μετοχές της Discovery (έχει 3 τύπους μετοχών) κινήθηκαν κάπως παρόμοια. Σίγουρα έπαιξαν ρόλο οι ανησυχίες για το μέρισμα, ίσως και η σχετική πολυπλοκότητα της συμφωνίας. Αν δε μας διαφεύγει κάτι όμως, δε θα αργήσει να αποδειχθεί πως ο John Malone δεν έχει χάσει την ικανότητά του να πετυχαίνει μεγάλες συμφωνίες και να δημιουργεί αξία για τους μετόχους του, στην περίπτωση μας και για τους μετόχους της AT&T.