Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου *
Η πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που δημοσιεύθηκε τις προηγούμενες ημέρες, απασχόλησε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για 48 ώρες και μετά έδωσε τη θέση της σε θέματα επικαιρότητας ελάσσονος σημασίας. Το δελτίο Τύπου που συνοδεύει την έκθεση, αλλά και ολόκληρο το κείμενό της, διακρίνεται από μια τάση πολιτικής εξισορρόπησης με διαπιστώσεις, αλλά και προτροπές. Διαπιστώσεις που έχουν επισημανθεί ήδη από παλαιότερες εκθέσεις και προτροπές που επαναλαμβάνονται τα τελευταία 25 χρόνια, που τουλάχιστον εγώ παρακολουθώ ανελλιπώς.
Είναι φυσικό οι διαπιστώσεις και οι προτροπές, στην τελευταία έκθεση, να μη συμπεριλαμβάνουν μόνο τα τρέχοντα προβλήματα που υπονομεύουν το μέλλον της χώρας, αλλά να ανατρέχουν και στις διαχρονικές αδυναμίες, στρεβλώσεις και ανεπάρκειες που μας έχουν οδηγήσει σε αυτήν την κατάσταση.
Στα τρέχοντα προβλήματα αναφέρονται τα κόκκινα δάνεια, οι καθυστερήσεις των ιδιωτικοποιήσεων, η τάση αναστροφής και απενεργοποίησης των όποιων διστακτικών μεταρρυθμίσεων έχουν υιοθετηθεί, ο απογοητευτικά υποτονικός ρυθμός προσέλκυσης επενδύσεων και η αδυναμία ανταπόκρισης στην αδήριτη ανάγκη για ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα.
Επιπλέον, στα τρέχοντα ζητήματα η έκθεση αθροίζει και τις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, αλλά και τα αναδρομικά. Οι αυξήσεις αναμένεται να δημιουργήσουν ακόμα μεγαλύτερες στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας και στην επιχειρηματικότητα και θα μειώσουν τα έσοδα του Δημοσίου, αυξάνοντας και τις αντίστοιχες επιδοματικές δαπάνες, λόγω της αναμενόμενης αύξησης της «μαύρης εργασίας». Η επιστροφή των αναδρομικών ανατρέπει τους προϋπολογισμούς και τους σχεδιασμούς σε βάθος χρόνου. Ήδη οι δικαστικές αποφάσεις συσσωρεύουν μια νέα υποχρέωση ύψους 9,5 δισ. ευρώ.
Για τα βασικά οικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, η έκθεση προβλέπει για το 2019 και το 2020 ρυθμούς ανάπτυξης πέριξ του 2%, οι οποίο όμως θα μειωθούν προσεγγίζοντας το 1,2% για τα επόμενα χρόνια. Για τον δείκτη του χρέους προς το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) αναμένει αποκλιμάκωση από το 183% που είναι σήμερα, στο 167% για το 2020, 154% για το 2022 και 143% για το 2024.
Και παρ' όλο που η απαρίθμηση μεγεθών είναι σημαντική σε μια έκθεση / ανάλυση, σημαντικότερη είναι η αναζήτηση όσων περιγράφονται στις γραμμές, ανάμεσα στις γραμμές και πίσω από τις γραμμές. Εξάλλου, αρκετές φορές τα μεγέθη ξεφεύγουν ή γίνονται λάθος εκτιμήσεις στις μεταβλητές, στους πολλαπλασιαστές και στους δείκτες.
Τα θετικά
Η ελληνική οικονομία εξέρχεται από τη σχεδόν δεκαετή ύφεση και από την οκταετή περίοδο ολοκλήρωσης τριών προγραμμάτων. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχει καταφέρει να διορθώσει σε μεγάλο βαθμό τις δημοσιονομικές ανισορροπίες, αντιμετωπίζοντας και το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων.
Ως δίδυμα ελλείμματα ορίζουμε το δημοσιονομικό αλλά και το ισοζύγιο πληρωμών. Το κυρίαρχο στοιχείο της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν η υιοθέτηση κυρίως υφεσιακών μέτρων και όχι ο ενστερνισμός διαρθρωτικών αλλαγών στη λειτουργία της οικονομίας, που θα οδηγούσε παράλληλα στην αναγκαία δυναμική ανάπτυξη, σε αισθητά υψηλότερα επίπεδα από το 1,2% - 2%. Σε αυτόν τον τομέα το ΔΝΤ κάνει τη αυτοκριτική του, αφού τόσο αυτό όσο και η Κομισιόν είχαν επιδείξει μεγαλύτερο ζήλο στη δημοσιονομική πειθαρχία, παρά στις δομικές μεταρρυθμίσεις.
Το Ταμείο εκτιμά πως μέσα στο 2019, η ανάκαμψη της οικονομίας θα διευρυνθεί. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ και η αύξηση των θέσεων εργασίας θα προσεγγίσουν υψηλότερα επίπεδα. Η χρηματοδότηση των αναγκών του Δημοσίου θα είναι διαχειρίσιμη λόγω της ύπαρξης των υψηλών πλεονασμάτων, του χαμηλού κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και του υψηλού μεγέθους του «μαξιλαριού» ρευστών που διαθέτει η κυβέρνηση. Η δε διπλή απόπειρα εξόδου στις αγορές, παρά το υψηλό κόστος, θεωρείται επιτυχής.
Τα ερωτήματα
Η κληρονομιά που άφησε πίσω της η κρίση, όπως είναι το μεγάλο χρέος, ο αδύναμος ιδιωτικός τομέας, η φιλοσοφία του «δεν πληρώνω», οι δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά, οι ανατροπές των μεταρρυθμίσεων, αλλά και η λεγόμενη μεταρρυθμιστική κόπωση, είναι δυσβάσταχτη.
Εάν σε αυτή την αρνητική κληρονομία αθροιστούν και εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι οι χαμηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, η αποστροφή στο ρίσκο και οι περιορισμένοι πόροι για χρηματοδότηση δημοσίων χρεών, τότε η διατήρηση των ρυθμών αποπληρωμής του χρέους θα τεθεί σε αμφισβήτηση μετά το 2022.
Τι πρέπει να γίνει
Το Ταμείο, για πολλοστή φορά, υπενθυμίζει τις πολιτικές που θα πρέπει να ενστερνιστούν η πολιτική ηγεσία και οι πολίτες αυτής της χώρας, έτσι ώστε να υποστηριχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και να υιοθετηθούν μηχανισμοί ανοσίας σε σχέση με το επιβαρυνόμενο διεθνές περιβάλλον. Αυτές οι βασικές πολιτικές είναι οι ακόλουθες:
Η ενσωμάτωση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που θα αφαιρέσουν την τροχοπέδη από την εγχώρια επιχειρηματικότητα. Μόνο έτσι θα υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, ώστε τα ελληνικά προϊόντα να στέκονται δυναμικά στις διεθνείς αγορές και να αντικαταστήσουν μεγάλο μέρος των εισαγωγών που πραγματοποιούνται σήμερα. Με δυο λόγια, μόνο μέσω της παραγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών μπορεί η ελληνική οικονομία να σταθεί όρθια.
Η υιοθέτηση ενός φιλοεπενδυτικού και φιλοαναπτυξιακού πλαισίου δεν μπορεί πλέον να περιμένει. Η θέσπιση χαμηλότερων συντελεστών άμεσης φορολογίας, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ο εξορθολογισμός των δημοσίων δαπανών και η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα πρέπει να στηρίζεται η Ελλάδα χωρίς αποκλίσεις. Ταυτόχρονα, το Ταμείο υποδεικνύει πως θα πρέπει σχεδιαστεί ένα εναλλακτικό σχέδιο υπερκερασμού μιας νέας κρίσης, διεθνούς ή εγχώριας.
Η επίσπευση της λύσης του τραπεζικού προβλήματος της χώρας, δηλαδή η ταχύτατη αποκλιμάκωση του ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η εκκαθάριση των τραπεζικών ισολογισμών και η επαναλειτουργία της βασικής δραστηριότητας των τραπεζών, που είναι η εκταμίευση δανείων προς στην ιδιωτική οικονομία.
Οι κίνδυνοι
Ο βασικότερος φόβος για τη χώρα είναι το ενδεχόμενο να βρεθεί σε αδυναμία χρηματοδότησης από τις αγορές και να αναγκαστεί να προσφύγει και πάλι σε έναν νέο μηχανισμό στήριξης. Και τότε, στα κέντρα αποφάσεων των μηχανισμών στήριξης, δεν γνωρίζουμε ποιες ισορροπίες θα υπάρχουν, ποιοι θα είναι οι συσχετισμοί και ποιες δυνατότητες παρέμβασης θα υπάρχουν. Είναι δεδομένο πως η ασθενής ανάπτυξη και το υψηλό χρέος αποτελούν το ιδανικό κοκτέιλ δημιουργίας ενός εκρηκτικού μηχανισμού, που ουδείς θα επιθυμεί να αγγίξει, να αφοπλίσει και να εξουδετερώσει.
Υπάρχουν δύο κίνδυνοι με διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετικές αιτίες, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυτό το ενδεχόμενο. Ο ένας είναι ο κίνδυνος από το εξωτερικό, το μέγεθος και η επίδραση του οποίου δεν μπορούν εύκολα να προσδιοριστούν. Ο δεύτερος είναι ο εγχώριος κίνδυνος, που είναι διαρκής και ευδιάκριτος σε όσους επιθυμούν να καταλάβουν, παραμένοντας θολός και δυσδιάκριτος σε όσους κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους.
Ο εξωτερικός κίνδυνος ελλοχεύει πίσω από οποιαδήποτε αλλαγή σχετική με τις αγορές χρέους. Έτσι είτε η αύξηση των επιτοκίων είτε η χαμηλότερη διάθεση ανάληψης ρίσκου από την πλευρά των διεθνών επενδυτών, ανατρέπουν την ισορροπία που υπάρχει σήμερα.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το γενικότερο περιβάλλον των αγορών, δηλαδή το αν οι αγορές θα βρίσκονται σε ανοδικό ή καθοδικό κύκλο, καθώς και η πορεία των οικονομιών, δηλαδή το αν θα βρίσκονται σε ανάπτυξη ή σε ύφεση, προσδιορίζουν τη δυνατότητα της Ελλάδας να απευθυνθεί στις αγορές για την επαναχρηματοδότηση των ομολόγων που λήγουν και την αποπληρωμή των δόσεων των μηχανισμών στήριξης. Το ενδεχόμενο της παγκόσμιας ύφεσης, μαζί με την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, μπορεί να έχει άμεσες επιπτώσεις και στο εξαγωγικό εμπόριο της χώρας και στα τουριστικά έσοδα.
Δυστυχώς, η Ελλάδα έχει μηδαμινές δυνατότητες να επηρεάσει τον εξωτερικό κίνδυνο και να αποφύγει τα ποικιλόμορφα απόνερα της όποιας διεθνούς οικονομικής κρίσης. Όμως έχει την αποκλειστική ευθύνη για την αποτροπή μιας νέας περιδίνησης που θα οφείλεται στον εσωτερικό κίνδυνο, ο οποίος είναι εγγενής και παραμένει σε υπολανθάνουσα εγρήγορση ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης και οκτώ χρόνια μνημονίων.
Αν δεν επισπευσθεί τάχιστα ο δομικός μετασχηματισμός της εγχώριας οικονομίας, αν δεν απελευθερωθούν από τα κρατικά και γραφειοκρατικά δεσμά, οι παραγωγικοί πολίτες και η δυναμική επιχειρηματικότητα, αν δεν σχεδιαστούν και ολοκληρωθούν όλα τα διαρθρωτικά μέτρα και οι επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις, τότε η ανάσα του κίνδυνου εκτροχιασμού θα κάψει εκ νέου τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της χώρας.
Τι να κάνουμε άμεσα;
Άμεση εφαρμογή των δύο κρισιμότερων για την επιβίωση της Ελλάδας μεταρρυθμίσεων, που απαιτούν αλλαγές στο φορολογικό και ασφαλιστικό περιβάλλον. Η φορολογική μεταρρύθμιση θα απελευθερώσει δημιουργικούς πόρους και η ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα λύσει άπαξ διαπαντός τον γόρδιο δεσμό του κρυφού κρατικού ασφαλιστικού χρέους.
Άμεση υιοθέτηση επιθετικών πολιτικών σε όλα τα ζητήματα της οικονομικής ελευθερίας, των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, του κράτους δικαίου και της πάταξης της διαφθοράς.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 22ης Μαρτίου