Σημείο ισορροπίας αναζητούν οι τεχνικές εταιρείες, καθώς οι συνεχείς ανατιμήσεις των πρώτων υλών, των καυσίμων και της ενέργειας αλλάζουν συνεχώς τους προϋπολογισμούς σε δημόσια και ιδιωτικά έργα. Η εξίσωση είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Επιχειρήσεις που υλοποιούν έργα, θα πρέπει, για να μην έχουν ζημιές, να έχουν έγκαιρα προβλέψει την αύξηση του κόστους που έχει κάνει την εμφάνισή του από τη στιγμή που «άνοιξε» η οικονομία στην εποχή μετά την πανδημία. Όσοι αναλαμβάνουν νέα έργα, προσφέρουν αναγκαστικά αυξημένες τιμές, καθώς μετακυλούν το μεγαλύτερο τμήμα του κόστους στον πελάτη. Με αυτά τα δεδομένα πώς διαμορφώνεται το τοπίο για τα δημόσια και ιδιωτικά projects;
Δημόσια έργα
Στα δημόσια έργα, εφαρμόζεται η συμβατική αναθεώρηση τιμών, ενώ, πρόσφατα, κατατέθηκε η τροπολογία που προβλέπει ταυτόχρονα δυνατότητα εξάμηνης παράτασης στην υλοποίηση κάθε εργολαβίας αλλά και πριμ 5% για όσους δεν κάνουν χρήση της. Προβλέπεται, επίσης, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, αύξηση των αποζημιώσεων με απολογιστικό τρόπο και χωρίς δαπάνες αναθεώρησης για συγκεκριμένα υλικά (άσφαλτος, PVC, HDPE) οι τιμές των οποίων έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια.
Είναι ενδεικτικό ότι η τιμή του ασφαλτομίγματος έχει ενισχυθεί περισσότερο από 200% το τελευταίο διάστημα. Επίσης, μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο η τιμή του τσιμέντου από 100 ευρώ ανά τόνο, έχει αυξηθεί σε περίπου 130 ευρώ, ενώ το αλουμίνιο από 5 ευρώ το κιλό πέρυσι, σήμερα αξίζει περί τα 7,5 ευρώ. Επίσης, στη στρατόσφαιρα έχουν οδηγηθεί οι τιμές υλικών των οποίων η παραγωγή απαιτεί υψηλές θερμοκρασίες, όπως ο χάλυβας και το τσιμέντο. Υπολογίζεται, όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς, ότι ο σίδηρος ανά τόνο κοστίζει περισσότερο από 1.100 ευρώ όταν πέρυσι δεν ξεπερνούσε τα 550 ευρώ. Επίσης, η τιμή του χαλκού έχει αυξηθεί έως και 80%, ενώ το κόστος της ξυλείας έχει ανατιμηθεί κατά 50%.
Το πρόβλημα όμως, είναι ότι παραμένει άγνωστο πότε θα μπει φρένο στις ανατιμήσεις με αποτέλεσμα τα όποια μέτρα, για έργα που εκτελούνται ήδη, και η ανάληψή τους έχει συνοδευτεί από μεγάλες εκπτώσεις να είναι μόνο πυροσβεστικού χαρακτήρα. Κι αυτό επειδή οι όποιες αναπροσαρμογές στις τιμές, είναι μικρότερες των πραγματικών αυξήσεων. Από την άλλη πλευρά, λόγω των αυξομειώσεων των τιμών (π.χ. στα ασφαλτικά οι τιμές έχουν υποχωρήσει), αρμόδιοι παράγοντες εκτιμούν ότι ενδέχεται οι αυξημένες τιμές να μη μετακυλιστούν, εν τέλει, στο αυξημένο κόστος. Την ίδια στιγμή, το μεγαλύτερο πρόβλημα εστιάζεται σε μικρά έργα που υλοποιούνται κατά βάση σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης και για τα οποία έχουν δοθεί μεγάλες εκπτώσεις. Με τα δεδομένα αυτά, τα δημόσια έργα δε βρίσκονται ακόμη αντιμέτωπα με συστημικό κίνδυνο, επειδή “τρέχουν” με διαφορετικές ταχύτητες, ενώ τα τελευταία μέτρα - που προβλέπει η τροπολογία - εκτιμάται ότι θα αποδώσουν καρπούς.
Στα ιδιωτικά έργα, δηλαδή τις κατοικίες ή τα επαγγελματικά κτίρια, παρά τις ανατιμήσεις, τα περισσότερα από αυτά προχωρούν. Σημειωτέον ότι σήμερα το κατασκευαστικό κόστος τοποθετείται σε περίπου 1300-1400 ευρώ από περίπου 1.000 ευρώ πριν από 12 έως 15 μήνες. Γιατί όμως, προχωρούν τα περισσότερα έργα; Επειδή η ζήτηση παραμένει αυξημένη, όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, λόγω των ξένων επενδύσεων και της συρρίκνωσης του αποθέματος τα τελευταία χρόνια. Να διευκρινιστεί ότι η συνέχιση της οικοδομικής δραστηριότητας αφορά κυρίως projects για τα οποία οι εργολάβοι έχουν προβλέψει, από την έναρξή τους, όρους αναπροσαρμογής κόστους και κατ’ επέκταση αύξησης της τιμής πώλησης.
Έτσι, αυτού του είδους οι οικοδομές αποπερατώνονται παρά τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και του αυξημένου ενεργειακού κόστους. Πολλές ακόμη από τις νέες οικοδομές βρίσκονται σε καλές τοποθεσίες για τις οποίες η ζήτηση είναι εξασφαλισμένη, όπως, για παράδειγμα, στα Νότια Προάστια ή σε κομβικές περιοχές της Αθήνας.
Στον αντίποδα, developers που έχουν πουλήσει από τα σχέδια, χωρίς να προβλέψουν όρους για την πιθανή αναπροσαρμογή τους κόστους, βρίσκονται σε αδύναμη θέση επειδή θα πρέπει να ολοκληρώσουν το έργο με ζημιά. Ως αποτέλεσμα, περιορισμένος είναι ο αριθμός των υπό ανέγερση κτιρίων που έχουν «παγώσει» λόγω αυξημένου κόστους. Η αιτία; Είτε ότι δεν... μπορούν - για λόγους νομικής δέσμευσης - οι developers να αναστείλουν προσωρινά τα έργα τα οποία συνεχίζουν να εκτελούν με ζημιά είτε έχουν μεριμνήσει να μετακυλήσουν τμήμα του αυξημένου κόστους στον πελάτη.
Σε κάθε περίπτωση, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία αφορούν, κατά βάση τα νέα έργα για τα οποία υιοθετείται η τακτική της αναμονής μέχρι να ξεκαθαρίσει, κάπως, το τοπίο.