Αργά χθες το βράδυ ανακοινώθηκαν τα τελικά στοιχεία της χθεσινής επανέκδοσης του 7ετούς ομολόγου. Η χώρα άντλησε επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ αυξάνοντας τον «όγκο» του συγκεκριμένου ομολόγου (λήξης 22 Απριλίου 2027) στα 3,924 δισ. ευρώ. Και αυτή η αύξηση του όγκου –αλλά και της επενδυτικής βάσης που εμπλέκεται με την συγκεκριμένη έκδοση- είναι αυτό που κρατάει το οικονομικό επιτελείο και ο ΟΔΔΗΧ από τη χθεσινή έκδοση. Η άντληση ρευστότητας και η υλοποίηση περίπου του 37,5% του ετήσιου δανειακού προγράμματος με τη συμπλήρωση του πρώτου τετραμήνου, ασφαλώς και είναι μια θετική εξέλιξη από τη στιγμή που το τοπίο όπως διαμορφώνεται στις αγορές είναι αρκετά νεφελώδες.
Από την άλλη, ο όγκος των εκδόσεων είναι αυτός που θα προστατεύσει τη χώρα και το κόστος δανεισμού της από κερδοσκοπικά παιχνίδια στην αγορά ομολόγων που «στήνονται» με μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Η αύξηση της απόδοσης του 7ετούς με το που έγινε γνωστό ότι η Ελλάδα θα βγει στις αγορές, δεν θα έπαιρνε τέτοια έκταση αν η ελληνική αγορά είχε μεγαλύτερο «βάθος» δηλαδή μεγαλύτερο αριθμό επενδυτών και περισσότερα ομόλογα σε κυκλοφορία ώστε η δευτερογενής αγορά να λειτουργεί καλύτερα και να μην απειλούνται το κόστος του ελληνικού χρήματος ακόμη και από μικρής εμβέλειας κερδοσκόπους.
Είναι πολύ πιθανό λοιπόν η χθεσινή επανέκδοση του 7ετούς ομολόγου να φέρει κάτι περισσότερο από τα 1,5 δις. ευρώ που μπήκαν στο ταμείο. Να φέρει δηλαδή μια κινητοποίηση των «υγιών δυνάμεων» ώστε να προστατευτεί η λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς αλλά και ο διαχωρισμός των χωρών της Ευρωζώνης σε ταχύτητες όπου τα spreads του ενός θα τρέχουν με εντελώς διαφορετική ταχύτητα από τα spreads του άλλου. Θα είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυτή που θα ξεκαθαρίσει έμπρακτα το πώς ακριβώς σκοπεύει να στηρίξει τα ελληνικά «χαρτιά» μέχρι να ανακτηθεί η αρμοδιότητα; Θα κληθούν οι εγχώριες τράπεζες να συνδράμουν;
Θα αναλάβει δράση η Τράπεζα της Ελλάδας; Θα δοθούν περισσότερα όπλα στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους; Η ανάγκη να απλωθεί μια «ασπίδα» στην δευτερογενή αγορά είναι επιτακτική καθώς οι ημέρες που έρχονται δεν θα είναι εύκολες. Η πιθανή πλέον αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων, θα οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα και τις αποδόσεις των ομολόγων. Το θέμα είναι η αύξηση να είναι αυτή που δικαιολογείται από τα πραγματικά δεδομένα της αγοράς και όχι από τα παιχνίδια «κερδοσκόπων».