Του Γιώργου Φιντικάκη
Η οικονομία περίμενε καιρό τον επιχειρηματικό κόσμο να σπάσει τη σιωπή του, να πάρει θέση όχι μόνο στα τεκταινόμενα αλλά και σε αυτά που έρχονται.
Να δώσει το δικό του στίγμα για το πως θα είναι η επόμενη ημέρα αυτής της χώρας, αλλά και να προειδοποιήσει για τους πραγματικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ελλάδα μετά τα μνημόνια.
Να μιλήσει όχι μόνο για τη λάθος συνταγή της οικονομικής πολιτικής, αλλά και για την ανάγκη να καλυφθεί το τεράστιο παραγωγικό κενό της χώρας με επενδύσεις στη βιομηχανία από την οποία μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και προστιθέμενη αξία.
Να προειδοποιήσει για τους κινδύνους από την έξαρση του λαϊκισμού που βρίσκει εύφορο έδαφος να αναπτυχθεί, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.
Η προ ημερών παρέμβαση του επιχειρηματία και αντιπροέδρου του ΣΕΒ, Ευάγγελου Μυτιληναίου από τη Θεσσαλονίκη είναι ενδεικτική για την οπτική με την οποία αντιμετωπίζει τις εξελίξεις ένα σημαντικό τμήμα της επιχειρηματικής ελίτ που εκφράζεται μέσα από τις θέσεις του.
Τα τρία μηνύματα του επιχειρηματία, ότι ο λογαριασμός δεν βγαίνει με ανάπτυξη μόλις 2%, ότι χωρίς ισχυρή βιομηχανία η χώρα δεν έχει καμία τύχη στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον και ότι οι παροχές δεν πρέπει να την βγάλουν από την πορεία προς την κανονικότητα, έχουν αποδέκτες τους πάντες: Τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τον επιχειρηματικό κόσμο, κυρίως δε εκείνο το κρατικοδίαιτο τμήμα του που διατηρεί στενές επαφές με το Δημόσιο.
Στην πράξη ο επιχειρηματικός κόσμος παίρνει θέση σε μια συγκυρία όπου μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, με τον λαϊκισμό να χτυπά κόκκινο και τους πολίτες να γίνονται πιο ευάλωτοι σε παροχές, αφού το βάρος πέφτει στις ανάγκες των ψηφοφόρων και όχι στις προτεραιότητες της οικονομίας.
Στην ουσία οι επιχειρηματίες βλέπουν τους πολιτικούς να «γαργαλούν» τα αυτιά των πολιτών με δώρα και για μια ακόμη φορά να μην τους λένε την αλήθεια για όσα έρχονται. Βλέπουν μια Ελλάδα που έπειτα από οκτώ χρόνια μνημονίων, έχει ακριβώς το ίδιο παραγωγικό μοντέλο, που αφού έχασε την 3η Βιομηχανική Επανάσταση, τώρα κινδυνεύει να χάσει και την 4η. Σε μια εποχή που η Ευρώπη και ο πλανήτης, κινείται στους ρυθμούς της βιοτεχνολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής και της ενέργειας, και αναβαθμίζει τον τεχνολογικό του εξοπλισμό, τα αντίστοιχα παραδείγματα βιομηχανικών επενδύσεων στην Ελλάδα είναι ελάχιστα. Από τη μια ευαγγελιζόμαστε την «παραγωγική ανασυγκρότηση», από την άλλη δεν μπορούμε να πετύχουμε όχι μόνο το στόχο 20% του ΑΕΠ ως το 2020 που έχει θέσει η Ευρώπη, αλλά ούτε καν το 12% του ΑΕΠ που έχουμε θέσει εμείς οι ίδιοι, και παρ'' όλα αυτά, επαιρόμαστε ότι βγήκαμε από τα μνημόνια.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο έκρηξης του λαϊκισμού και του «τραμπισμού», όπου το γεωπολιτικό ρίσκο και οι εμπορικοί πόλεμοι, αποτελούν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση και το κενό ισχύος των ΗΠΑ μοιραία προκαλεί άνοδο της Κίνας. Σε μια στιγμή όπου η Ευρώπη αδυνατεί να απαντήσει στις προκλήσεις, όπου αυξάνονται οι φόβοι μη τυχόν η ευρωκάλπη του Μαΐου βγάλει τέρατα, και ενώ σε πλήθος χωρών (Ιταλία, Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Αυστρία, Λετονία, Σλοβακία, Ισπανία, Λιθουανία, Δανία αλλά και Ελλάδα), λαϊκίστικα κόμματα αποτελούν μέλη κυβερνήσεων ή τις στηρίζουν. Την επόμενη φορά που η χώρα θα βρεθεί σε κακοτοπιά η νέα Ευρώπη δεν θα είναι το ίδιο αλληλέγγυα μαζί της όπως στο παρελθόν, υπό το φόβο των λαϊκιστών.
Απέναντι σε όλα τα παραπάνω, η Ελλάδα πορεύεται σαν να συμβαίνουν σε άλλο πλανήτη. Ζει στην παραζάλη των προεκλογικών παροχών, δεν διαθέτει πειστικό οδηγό για την επόμενη ημέρα, ενώ της λείπει ένα εθνικό σχέδιο υποδομών, ρεαλιστικό και όχι θεωρητικό σαν το κρατικοδίαιτο σχέδιο ολιστικής ανάπτυξης που παρά τον πομπώδη τίτλο του, θυμίζει ευχολόγιο.
Η χώρα βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Το ερώτημα που θέτει στους πάντες ένα σοβαρό κομμάτι της επιχειρηματικής ελίτ, το οποίο εκφράζεται μέσα απ'' όσα είπε από τη Θεσσαλονίκη ο Ευ. Μυτιληναίος, είναι τι μέλλον μπορεί να έχει η Ελλάδα σε αυτό τον ολοένα πιο ανταγωνιστικό και άγριο κόσμο, όταν συνεχίζει να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στον τουρισμό.
Σε ένα νέο κόσμο, πολύ πιο σύνθετο από τον παλιό, δεν έχουν καμία θέση χώρες που δεν έχουν ακόμη καταφέρει να ακολουθήσουν πολιτικές φιλικές προς τις επιχειρήσεις.