Μπορεί να γινόμαστε κουραστικοί, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να μην ασχολούμεθα σε καθημερινή βάση με τις εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας, κυρίως στην περιοχή της Ευρώπης η οποία βρίσκεται στη χειρότερη ίσως κατάσταση σε όλο τον κόσμο. Το πολύ υψηλό επίπεδο ζωής σε σχέση με τη συντριπτική πλειονότητα του υπόλοιπου κόσμου και η εξαιρετικά ανεπτυγμένη ενεργοβόρα βαριά βιομηχανία είναι οι βασικές αιτίες της υψηλής κατανάλωσης ενέργειας.
Η Ευρώπη έχει έρθει σε πολύ δύσκολη θέση ανακαλύπτοντας ξαφνικά πως όχι μόνο δεν έχει εξασφαλισμένες τις απαραίτητες πρώτες ενεργειακές ύλες αλλά πρέπει να πληρώσει πολύ παραπάνω από οποιαδήποτε άλλη περίοδο και για τις διαθέσιμες σε αυτήν πηγές ενέργειας. Παρά το γεγονός πως και στο χθεσινό μας άρθρο (Η Ευρώπη ετοιμάζεται για έναν πολύ δύσκολο χειμώνα) θίξαμε τα πολύ σοβαρά ζητήματα του κόστους και της επάρκειας ενέργειας, οι εξελίξεις είναι σχεδόν καταιγιστικές και μας δίνουν την αφορμή να τα κοιτάξουμε σε μεγαλύτερο βάθος.
Ξεκινώντας από τη χώρα μας, τις τελευταίες μέρες μάθαμε από τις εταιρείες που παρέχουν ηλεκτρικό ρεύμα στους καταναλωτές τα τιμολόγια τους για τον Σεπτέμβριο, τα οποία είναι σημαντικά αυξημένα από τα αντίστοιχα του Αυγούστου, πράγμα αναμενόμενο αφού η αδιάκοπη άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου ανέβασε πάρα πολύ και τη χονδρική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Επίσης, μάθαμε και το πόσο θα κοστίσει στους πελάτες τους η κιλοβατώρα στους λογαριασμούς μετά τον υπολογισμό της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης (Επιδότηση ρεύματος: Πώς διαμορφώνονται οι τιμές ανα πάροχο).
Στο δημόσιο ταμείο θα κοστίσει περίπου 1,9 δισ. Ευρώ, που είναι βέβαια το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής μηνιαίο έξοδο από την έναρξη της κρίσης και της ανόδου των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Μιλώντας για το κόστος που επωμίζεται το δημόσιο, αντλούμε στοιχεία από χθεσινό άρθρο του Bloomberg, στο οποίο αναφέρεται πως το μέχρι στιγμής ύψος των πάσης φύσεως ενισχύσεων προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις με σκοπό τη στήριξή τους για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους ανέρχεται περίπου στα 280 δισεκατομμύρια Ευρώ από την αρχή του περασμένου Σεπτεμβρίου μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου.
Τα στοιχεία που παρέθεσε το άρθρο βασίζονται σε μελέτες του γνωστού Ινστιτούτου Μελετών Bruegel και περιλαμβάνουν τα μέτρα που έχουν λάβει όλες οι κυβερνήσεις των χωρών της Ε.Ε. μαζί και με το Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι βέβαιο πως αν ληφθούν υπόψη και οι ενισχύσεις για τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, το ποσό θα είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που είδαμε στους πίνακες του Bruegel είναι το γεγονός πως οι ενισχύσεις που έχει δώσει η Ελλάδα είναι οι μεγαλύτερες από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες σαν ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), με 3,7%. Μιλώντας για το Ηνωμένο Βασίλειο, χθεσινό άρθρο των Financial Times ασχολήθηκε με το εκτιμώμενο κόστος της οικονομικής στήριξης των πολιτών της χώρας.
Συγκεκριμένα, το άρθρο αναφέρθηκε στις εκτιμήσεις της ένωσης των παραγωγών ηλεκτρικού ρεύματος της χώρας για το πόσο θα κοστίσει στο δημόσιο η ενίσχυση των 29 εκατομμυρίων νοικοκυριών της χώρας προκειμένου να μην χρειαστεί να πληρώσουν πάνω από 2.000 λίρες Αγγλίας (περίπου 2.400 Ευρώ) ετησίως για τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Scottish Power, το κόστος θα ανέλθει περίπου στα 100 δισεκατομμύρια λίρες για μία διετία, αρκετά παραπάνω από το συνολικό κόστος στήριξης της οικονομίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας μέσω της πληρωμής από το βρετανικό δημόσιο των μισθών εκατομμυρίων εργαζομένων.
Το συγκεκριμένο θέμα είναι από τα πιο κεντρικά στην προεκλογική εκστρατεία των δύο υποψηφίων διαδόχων του απερχόμενου πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον. Είναι προφανές πως τις επόμενες μέρες και εβδομάδες θα ακούσουμε πολύ πιο συγκεκριμένα πράγματα από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σχετικά με τον τρόπο και το κόστος ενίσχυσης των πολιτών τους, καθώς γίνεται πλέον φανερό πως θα είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθεί η λήψη μέτρων ενίσχυσης των πολιτών.
Οι αριθμοί που μόλις αναφέραμε μπορεί να ακούγονται εξωπραγματικοί αλλά μπορεί να αποδειχθούν και μικροί αν η κατάσταση με τις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος δεν εξομαλυνθεί σύντομα. Εδώ όμως υπάρχει μία ενδιαφέρουσα – ελαφρώς αιρετική – άποψη που έχουν εκφράσει νωρίτερα μέσα στον Αύγουστο τρεις ειδικοί του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι τρεις ειδικοί εκτιμούν πως η κρατική στήριξη θα έπρεπε να περιορίζεται σε όσους έχουν πολύ χαμηλά εισοδήματα έτσι ώστε να προστατευθούν όσοι έχουν πραγματική ανάγκη και η άνοδος του κόστους για όλους τους υπολοίπους να προκαλέσει σημαντική μείωση της ζήτησης, πράγμα που θεωρούν απαραίτητο για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Εμείς δεν θα σχολιάσουμε πολύ αυτή την άποψη, η οποία ακούγεται ορθολογική αλλά μάλλον δεν θα είναι και πολύ δημοφιλής, θα πούμε όμως πως τα βήματα προς την κατεύθυνση της εξοικονόμησης ενέργειας είναι μάλλον πιο διστακτικά από όσο πρέπει. Ευτυχώς, τις τελευταίες μέρες ακούμε πιο συγκεκριμένα μέτρα, όπως έγινε χθες στη Γερμανία, με την ανακοίνωσή τους από τον υπουργό οικονομίας και αντικαγκελάριο Ρόμπερτ Χάμπεκ. Σύμφωνα με αυτά, όλα τα δημόσια κτίρια, εκτός των νοσοκομείων και άλλων ιδρυμάτων παρεμφερούς σκοπού, δεν θα επιτρέπεται να θερμαίνονται πάνω από τους 19 βαθμούς Κελσίου, ενώ η θέρμανση θα μπορεί να απενεργοποιείται πλήρως σε διαδρόμους και αίθουσες όπως τα φουαγιέ.
Τα κτίρια που φωτίζονται για αμιγώς αισθητικούς σκοπούς θα πρέπει να σκοτεινιάσουν, ενώ θα μπορεί να απαγορευθεί και ο φωτισμός των εμπορικών καταστημάτων αν οι συνθήκες το επιβάλλουν. Στον ιδιωτικό τομέα προβλέπεται περιορισμός της θέρμανσης, και στις επιχειρήσεις και στις κατοικίες, και εδώ ανάλογα με τις συνθήκες. Σχετικές ανακοινώσεις έγιναν χθες και στην Ελβετία, επικεντρωμένες κυρίως στον τομέα της θέρμανσης. Η αλήθεια είναι πως τα παραπάνω μέτρα δεν διαφέρουν και πολύ από άλλα παρόμοια που έχουν ληφθεί ήδη σε άλλες χώρες, και στην Ελλάδα, αλλά είναι σημαντικό να βλέπουμε τη Γερμανία, που έχει πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κακή κατάσταση της ενεργειακής αγοράς στην Ευρώπη, να αποφασίζει να κάνει και κάτι παραπάνω.
Δεν είμαστε όμως καθόλου σίγουροι πως αυτά τα μέτρα θα αποδειχθούν αρκετά, πολύ απλά γιατί υπάρχει σημαντική πιθανότητα να έχουμε μπροστά μας μία κρίση διαρκείας, όχι κατ’ ανάγκην με την ένταση που έχει αυτή τη στιγμή αλλά εξαιρετικά επώδυνη για την ήπειρό μας. Ακόμα και αν η τιμή του φυσικού αερίου υποχωρήσει κατά 60% από τα τωρινά επίπεδα και η χονδρική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος επιστρέψει στα 100 Ευρώ/Mwh από τα 500 - 600 στα οποία έχει σκαρφαλώσει τις τελευταίες ημέρες, το κόστος για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις δεν θα είναι καθόλου αμελητέο, αφού αυτές οι τιμές είναι πολύ παραπάνω από τον μέσο όρο των τιμών της τελευταίας δεκαετίας.
Και βέβαια, όσο και να θέλουν οι κυβερνήσεις να βοηθήσουν την κατάσταση μέσω των κρατικών προϋπολογισμών, δηλαδή τελικά μέσω των φορολογουμένων, δεν θα είναι εύκολο να το κάνουν επ’ αόριστον. Τι μας μένει λοιπόν; Πέρα από τον αγώνα για την εξασφάλιση επαρκών, ασφαλών και σε λογικές τιμές μέσων παραγωγής ενέργειας χωρίς να γινόμαστε όμηροι μονοπωλιακών ή κακόβουλων συμφερόντων, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρούμε όσο το δυνατόν περισσότερους τρόπους για τη μείωση της κατανάλωσης.
Δεν θα εκπλαγούμε λοιπόν αν μέτρα σαν αυτά που ανακοίνωσε χθες η γερμανική κυβέρνηση είναι μόνο το πρελούδιο και σύντομα προχωρήσουμε σε αναζήτηση άλλων, πιο σύνθετων και πιο δύσκολων στην εφαρμογή μεθόδων περιορισμού της ενεργειακής σπατάλης. Κάποιοι από αυτούς τους τρόπους θα μας είναι μάλλον δυσάρεστοι, αλλά τι να κάνουμε; Η ελευθερία ποτέ δεν προσφέρεται δωρεάν!