Πριν από 20 χρόνια η επενδυτική κοινότητα σε παγκόσμια κλίμακα βίωνε το σκάσιμο της φούσκας των dot.com. Θυμάμαι εκείνη την εποχή εργαζόμουν στην Αγγλία, φρέσκος μετά το πανεπιστήμιο και στο City το μόνο που άκουγες ήταν πόσες νέες εισαγωγές εταιρειών τεχνολογίας θα είχαμε στο χρηματιστήριο εκείνον τον μήνα, ή στην πρωτοεμφανιζόμενη τότε εναλλακτική αγορά του ΑΙΜ.
Δεν χωράει ο νους τι είχε δημιουργηθεί τότε ως πιθανή εταιρεία εμπορίας αγαθών στο διαδίκτυο, μέχρι και εμπορία κορδονιών για παπούτσια είχαν βάλει μέσα... Το όραμα ήταν απλό, το διαδίκτυο θα καταβροχθίσει την κανονική αγορά, όποιος δεν προλάβει το τρένο θα χάσει για πάντα την άφιξή του στη γη της επαγγελίας. Οι επενδυτές έτρεχαν ο ένας πίσω από τον άλλον να αποκτήσουν μετοχές σε εταιρείες για τις οποίες ελάχιστα πράγματα γνώριζαν. Η αγορά, βέβαια, έσκασε τότε με τεράστιο ήχο και χάθηκαν πάρα πολλά χρήματα σε εταιρείες οι οποίες δεν είχαν να προσφέρουν τίποτε άλλο παρά ένα όνομα με κατάληξη «τελεία κομ».
Κοιτώντας πίσω σε εκείνη την εποχή, οι ταχύτητες του ίντερνετ ήταν ακόμα σε κατάσταση... ήχου, για όσους θυμούνται τη θρυλική προσπάθεια να γίνει η σύνδεση του μόντεμ, ενώ τα κινητά τηλέφωνα είχαν δύο βασικές λειτουργίες, την ομιλία και το γραπτό μήνυμα.
Το να έχεις ίντερνετ στο σπίτι ήταν κάτι μη δεδομένο και μάλιστα μάλλον λίγο ακριβότερο από το να πληρώνεις την καλωδιακή τηλεόραση. Η αγορά πάντως είχε δείξει την κατεύθυνση των πραγμάτων. Ετσι, οι εταιρείες τηλεπικοινωνίας πήραν τη σκυτάλη, με σκοπό να ανταγωνισθούν για την καλύτερη κάλυψη σήματος, μέσω αυτού του ανταγωνισμού δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την καλύτερη τιμολόγηση και χρόνο με τον χρόνο η σύνδεση έγινε και πιο προσιτή, αλλά το κυριότερο έγινε πιο γρήγορη. Εμφανίστηκε τότε και το smartphone... και κλείδωσε το ματσάκι. Ολα πια γίνονταν online. Από πολλούς, πολύ περισσότερους από ποτέ. Με ρυθμούς αύξησης φρενήρεις, κάπου εκεί επιβεβαιώθηκε πλέον η υπόσχεση του 2000.
Σήμερα βλέπουμε τον S&P 500, τον δείκτη ο οποίος περιλαμβάνει την ελίτ της αμερικανικής οικονομίας στις τάξεις του. Τα μεγάλα χαρτιά. Τις εταιρείες με τις παγκόσμιες πωλήσεις που κατά πολύ μεγάλο ποσοστό απορροφούν την κατανάλωση και τις δαπάνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Τον καθρέπτη της αμερικανικής οικονομίας; Για όλους τους κλάδους; Δεν νομίζω.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, οι Google, Amazon, Apple, Facebook και Microsoft, οι πέντε αυτές εταιρείες μαζί έχουν κεφαλαιοποίηση ίση με το 22% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του δείκτη. Το 2000, όταν οι εταιρείες τεχνολογίας είχαν και τότε την τιμητική τους στο top 10 από τους επενδυτές, οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες ήταν οι General Electric, Exxon Mobil, Pfizer, Citigroup και Cisco κατείχαν το 18% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς.
Επίσης, στο ίδιο μοτίβο, τώρα όπως και τότε, οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες έχουν υπεραποδώσει σε σχέση με τον δείκτη κατά 50%.
Συνταγή για φούσκα; θα ρώταγε κανείς... Φυσικά και είναι λογικό ένα τέτοιο ερώτημα. Τα νούμερα όμως είναι αμείλικτα. Η πραγματικότητα είναι πως σε αντίθεση με την εποχή του 2000, όταν οι εταιρείες τεχνολογίας είχαν τεράστιες αποτιμήσεις χωρίς να δικαιολογούνται από τα κέρδη ή τις πωλήσεις, ούτε από τις προσδοκίες κερδών βραχυπρόθεσμα, σήμερα οι 5 μεγαλύτερες εταιρείες του 2020 έχουν μεγαλύτερη συνολική κερδοφορία από την αντίστοιχη των 5 του 2000, με καλύτερες προβλέψεις κερδών και τζίρου και, το πιο σημαντικό, διαπραγματεύονται σε χαμηλότερα πολλαπλάσια (P/E κ.ά.) σε σχέση με τα αντίστοιχα των 5 του 2000.
Η διαφορά του τότε με το σήμερα
Η σύγκριση με τη φούσκα του 2000 είναι μάλλον ανώφελη. Οι πέντε μεγάλοι του σήμερα είναι συγκριτικά καλύτεροι σε όλες τις μετρήσεις, περιλαμβανομένων τζίρου και αύξησης κερδών, δανειακής θέσης, αλλά και ταμείου σε μετρητά, αφού η καθαρή τους θέση σε μετρητά σε συνδυασμό με τη στρατηγική τους θέση στη νέα ψηφιοποιημένη οικονομία είναι τέτοια που, όπως έδειξαν και στην τελευταία αρνητική συγκυρία των αγορών, μπορούν να αντέξουν τεράστια σοκ και να αποτελέσουν ακόμη και καταφύγιο ασφαλείας για τους επενδυτές.
Πόσο υγιές είναι όμως να υπάρχει τόσο μεγάλη συγκέντρωση σε έναν κλάδο;
Μέχρι τώρα όλα καλά. Αν μη τι άλλο, έχουμε τις ενδείξεις πως η σημερινή στάθμιση των πέντε μεγάλων έναντι της υπόλοιπης αγοράς δεν είναι αδικαιολόγητη. Δεν αποτελεί μια φανταστική ιστορία, η οποία έχει συνεπάρει τους επενδυτές και τους έχει κοροϊδέψει σε σημείο που να υπάρχει φόβος να αποκαλυφθεί μια άλλη πραγματικότητα από αυτήν που ξέρουμε σε σχέση με τα νούμερα. Ειδικά με την πανδημία, ο κόσμος κατάλαβε πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, της digital διαφήμισης, της ευκαιρίας κατανάλωσης χωρίς τη μετακίνηση από το σπίτι. Με την παραδοσιακή αγορά κλειστή, η κατανάλωση βρήκε διέξοδο περισσότερο από ποτέ στο διαδίκτυο, με τα αποτελέσματα της αλλαγής να μεταφράζονται σε κέρδη και αύξηση τζίρου στους εν λόγο ισολογισμούς.
Ολα αυτά βέβαια είναι σχετικά. Η τωρινή στάθμιση αντικατοπτρίζει τη σημερινή πραγματικότητα. Αν στο μέλλον κάποιος άλλος κλάδος κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, η στάθμιση θα αλλάξει. Αυτό που έχει διαφορά, όμως, είναι πως η απόσταση των πέντε από τις υπόλοιπες εταιρείες είναι τέτοια που η διαδρομή αλλαγής στάθμισης θα είναι αργή και αν είναι πτωτική θα είναι επίπονη.
Κάθε εποχή χαρακτηρίζεται από την οικονομική της πραγματικότητα. Στους πίνακες με τις δέκα μεγαλύτερες εταιρείες του δείκτη S&P 500 ανά δεκαετία βλέπουμε ξεκάθαρα την τάση της εποχής. Τα 80s έχουν μια σχετική προτίμηση στην ενέργεια και κυρίως στο πετρέλαιο, αλλά ακόμη και τότε υπάρχει μια σχετική διασπορά στις πρώτες θέσεις. Ακόμη πιο έντονη κλαδική διασπορά βλέπουμε το 1990, το 2000, ενώ από το 2010 και μετά ο κλάδος της τεχνολογίας έχει αρχίσει να κερδίζει τον αγώνα.
Η παγκόσμια οικονομία ψηφιοποιήθηκε και επισήμως λοιπόν. Το όραμα των dot.com του προηγούμενου αιώνα επιβεβαιώθηκε με μια χρονική καθυστέρηση μερικών ετών και πολλών δισ. τότε ζημιών. Σήμερα, οι εταιρείες τεχνολογίας φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις του δείκτη και με κεφαλαιοποιήσεις οι οποίες ξεπερνούν τα ΑΕΠ πολλών μεσαίων και μεγάλων χωρών του πλανήτη. Μπορεί να πει κανείς ότι η ψηφιακή επανάσταση όχι μόνο πραγματοποιήθηκε, αλλά πήρε επάξια και τη θέση της στο πρώτο σκαλί του βάθρου.
Με τη μεγάλη τους δύναμη, που πλέον μετριέται σε απόλυτα νούμερα μετρητών, οι εταιρείες αυτές είναι ικανές να διατηρούνται μέσω νέων και διαρκών εξαγορών του κλάδου μέσα στο παιχνίδι. Μην ξεχνάμε πως εδώ και αρκετά χρόνια ό,τι καινούργιο δημιουργείται στον κλάδο με προοπτική κερδών εξαγοράζεται από τους πέντε μεγάλους, οι οποίοι απορροφούν στο ήδη τεράστιο οπλοστάσιό τους τούς καινούργιους παίκτες.
Με αυτό στο μυαλό και με την αμερικανική Δικαιοσύνη να έχει ήδη αρχίσει να κοιτάζει τις πρακτικές μονοπωλίου και εξάλειψης του ανταγωνισμού, έχουμε ήδη βρει ποιο θα είναι στο άμεσο μέλλον το αντικείμενο ανησυχίας για τις εταιρείες αυτές που θα μπορεί να πλήξει την τιμή τους και ως εκ τούτου να στείλει κλυδωνισμούς και στο υπόλοιπο οικοδόμημα του δείκτη.
Το δεύτερο σκέλος ανησυχίας δεν είναι άλλο από τις πρακτικές των εταιρειών σε σχέση με τη χρήση και «εκμετάλλευση» της απόλυτης γνώσης των προσωπικών δεδομένων ή καλύτερα προσωπικών επιλογών του κάθε πολίτη σε αυτόν τον νέο ψηφιακό κόσμο. Ηδη και σε αυτόν τον τομέα αρκετές χώρες έχουν αρχίσει να νομοθετούν. Δυνητικά θα μπορούσε και αυτό στο μέλλον να αποτελέσει λόγο ανησυχίας για την κερδοφορία των πέντε μεγάλων.
Η φούσκα πάντως του 2000 είναι η νικήτρια του 2020. Καλά να είμαστε να δούμε τι θα υπάρχει στη λίστα και ποιος θα φιγουράρει πρώτος σε μερικά χρόνια από τώρα, στη φάση της απόλυτης ωρίμανσης μιας νέας παγκόσμιας οικονομίας.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε στις 8 Αυγούστου.